κάνης: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ὁ) :<br />couvercle <i>ou</i> natte de jonc.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάννα]].
|btext=ητος (ὁ) :<br />couvercle <i>ou</i> natte de jonc.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάννα]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάνης -ητος, ὁ [~ κάννα] rieten mat.
}}
{{elru
|elrutext='''κάνης:''' ητος (ᾰ) ὁ тростниковая плетенка, циновка [[Solon]] ap. Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάνης:''' -ητος, ὁ ([[κάννα]]), καλαμένιο χαλάκι, [[ψάθα]], [[τάπητας]], [[στρωσίδι]] όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα [[παρά]] Πλουτ.
|lsmtext='''κάνης:''' -ητος, ὁ ([[κάννα]]), καλαμένιο χαλάκι, [[ψάθα]], [[τάπητας]], [[στρωσίδι]] όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα [[παρά]] Πλουτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάνης -ητος, ὁ [~ κάννα] rieten mat.
}}
{{elru
|elrutext='''κάνης:''' ητος (ᾰ) ὁ тростниковая плетенка, циновка [[Solon]] ap. Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάνης]], ητος, [[κάννα]]<br />a mat of reeds [[such]] as the Athen. women took with them [[when]] they went out, Lex Solonis ap. Plut.
|mdlsjtxt=[[κάνης]], ητος, [[κάννα]]<br />a mat of reeds [[such]] as the Athen. women took with them [[when]] they went out, Lex Solonis ap. Plut.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνης Medium diacritics: κάνης Low diacritics: κάνης Capitals: ΚΑΝΗΣ
Transliteration A: kánēs Transliteration B: kanēs Transliteration C: kanis Beta Code: ka/nhs

English (LSJ)

[ᾰ], ητος, ὁ, A a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.Sol.21: generally, mat, D.H.2.23 (pl.): prov., ὁ κ. τῆς κοίτης ὑπερέχει, of those who make a show abroad with poverty at home, Crates Com.12, cf. Phot.s.v. II = λίκνον, Poll.6.86.

German (Pape)

[Seite 1320] ητος, ὁ, Decke, Matte aus Rohr od. Schilf, auch Korb; Sol. bei Plut. Sol. 21; ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ Crates Poll. 10, 90, wo des Unnöthigen mehr da ist als des Nothwendigen.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
couvercle ou natte de jonc.
Étymologie: cf. κάννα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάνης -ητος, ὁ [~ κάννα] rieten mat.

Russian (Dvoretsky)

κάνης: ητος (ᾰ) ὁ тростниковая плетенка, циновка Solon ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κάνης: -ητος, ὁ ψιάθιον ἐκ καλάμων, ὅπερ αἱ Ἀθηναῖαι γυναῖκες ἐλάμβανον μεθ’ ἑαυτῶν ἐξερχόμεναι ἔξω, Νόμ. Σόλωνος παρὰ Πλουτ. Σόλ. 21· ἔνθα ὅμως ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «κάνητα, παρὰ τὸ κάνης, κάνητος, οὗ τὸ ὑποκοριστικὸν κανήτιον· Δωρικῶς ἡ παρ’ ἡμῖν συνήθεια προφέρει κανάτιον, οὐ τὸν κάλαθον σημαίνουσα, ὡς ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ἐστὶν ἐκδέξασθαι, ἀλλ’ ὑδατηρὸν ἀγγεῖον»· παροιμ., ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει, «ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἀναγκαῖα μείζω καὶ πλείω τῶν ἀναγκαίων κεκτημένων» Φώτιος 524, 17, ἔκδ. Πόρσ., Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 5.-Κατὰ Σουίδ. «κάνηςψίαθος. καὶ κλίνεται κάνητος».

Greek Monolingual

κάνης, -ητος, ὁ (Α)
1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι
2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» — για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τους λείπουν τα αναγκαία
3. λίκνο, κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι», πιθ. κατά το τάπης.

Greek Monotonic

κάνης: -ητος, ὁ (κάννα), καλαμένιο χαλάκι, ψάθα, τάπητας, στρωσίδι όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα παρά Πλουτ.

Middle Liddell

κάνης, ητος, κάννα
a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap. Plut.