διακλάω: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> briser en deux;<br /><b>2</b> briser, énerver, amollir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κλάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> briser en deux;<br /><b>2</b> briser, énerver, amollir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κλάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κλάω in tweeën breken, stuk maken; overdr. ptc. perf. pass.: verwijfd.
}}
{{elru
|elrutext='''διακλάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разламывать]] (τόξα [[χερσί]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[надламывать]], [[расслаблять]], [[изнеживать]] ([[θηλυδρίας]] καὶ διακεκλασμένος Luc.): διακλᾶσθαι [[Ἰωνικῶς]] Arph. исполнять томные ионические пляски.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ <i>διακλάσσας</i>, [[σπάω]] στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., = <i>διαθρύπτομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>διακεκλασμένος</i>, εκνευρισμένος, σε Λουκ.
|lsmtext='''διακλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ <i>διακλάσσας</i>, [[σπάω]] στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., = <i>διαθρύπτομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>διακεκλασμένος</i>, εκνευρισμένος, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κλάω in tweeën breken, stuk maken; overdr. ptc. perf. pass.: verwijfd.
}}
{{elru
|elrutext='''διακλάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разламывать]] (τόξα [[χερσί]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[надламывать]], [[расслаблять]], [[изнеживать]] ([[θηλυδρίας]] καὶ διακεκλασμένος Luc.): διακλᾶσθαι [[Ἰωνικῶς]] Arph. исполнять томные ионические пляски.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άσω epic aor1 [[part]]. διακλάσσας<br /><b class="num">I.</b> to [[break]] in [[twain]], Il.<br /><b class="num">II.</b> in Pass., = διαθρύπτομαι: perf. [[pass]]. διακεκλασμένος enervated, Luc.
|mdlsjtxt=fut. άσω epic aor1 [[part]]. διακλάσσας<br /><b class="num">I.</b> to [[break]] in [[twain]], Il.<br /><b class="num">II.</b> in Pass., = διαθρύπτομαι: perf. [[pass]]. διακεκλασμένος enervated, Luc.
}}
}}

Revision as of 23:18, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακλάω Medium diacritics: διακλάω Low diacritics: διακλάω Capitals: ΔΙΑΚΛΑΩ
Transliteration A: diakláō Transliteration B: diaklaō Transliteration C: diaklao Beta Code: diakla/w

English (LSJ)

A break in twain, τόξα… χερσὶ διακλάσσας (Ep. for -κλάσας) Il. 5.216. II Pass., = διαθρύπτομαι, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς practise soft Ionian airs, cj. in Ar.Th.163; διακεκλασμένος enervated, Luc.Demon. 18; δ. ὄμμα prob. in Zeno Stoic.1.58; διακλώμενοι ῥυθμοί, opp. ἀνδρώδεις, D.H.Dem.43, cf. Comp.17.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. διακλάσσας Il.5.216]
I tr.
1 partir en dos, partir τόξα ... χερσὶ διακλάσσας Il.l.c., cf. Q.S.10.107, (ἄρτον) LXX La.4.4, esp. en la Eucaristía ἄρτους διακλᾶν Cyr.Al.Luc.1.70.17, en v. pas. οἱ διακλώμενοι τῶν ἄρτων D.S.17.41, cf. Chrys.M.61.200
fig., del alma τὴν αὐστηρὰν ἐκλύει ψυχὴν καὶ διακλᾷ καὶ διαχεῖ Chrys.M.63.206, cf. M.62.228.
2 refractar en v. pas. διακλωμένας ... ἀκτίνας Damian.Opt.13.
II en v. med.-pas.
1 hacerse blando, muelle, flojo ὄμμα διακεκλασμένον Zeno Stoic.1.59, ἀνὴρ διακλώμενος afeminado D.Chr.33.60, cf. Luc.Demon.18, Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.16).
2 romperse διακλώμενοι ῥυθμοί D.H.Dem.43.13.

German (Pape)

[Seite 582] (s. κλάω), durch-, zerbrechen; Iliad. 5, 216 τάδε τόξα ἐν πυρὶ θείην χερσὶ διακλάσσας; – gew. übertr., entkräften, verweichlichen, VLL. διαθρύπτω; διεκλῶντ' Ἰωνικῶς, sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th. 163; θηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon. 18; auch διακλώμενοι ῥυθμοί, kraftlose, D. Hal. iud. Thuc. 43.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 briser en deux;
2 briser, énerver, amollir.
Étymologie: διά, κλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κλάω in tweeën breken, stuk maken; overdr. ptc. perf. pass.: verwijfd.

Russian (Dvoretsky)

διακλάω:
1) разламывать (τόξα χερσί Hom.);
2) надламывать, расслаблять, изнеживать (θηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc.): διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς Arph. исполнять томные ионические пляски.

Greek (Liddell-Scott)

διακλάω: (ἴδε ἐν λ. κλάω), θραύω εἰς δύο, τόξα… χερσὶ διακλάσσας (Ἐπ. ἀντὶ -κλάσας) Ἰλ. Ε. 216. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ διαθρύπτομαι, Λατ. frangi, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς, μεταχειρίζεσθαι τρόπους καὶ τσακίσματα Ἰων. (motus Ionici), Ἀριστοφ. Θεσμ. 163· διακεκλασμένος, ἐκνενευρισμένος, Λουκ. Δημών. 18· διακλώμενοι ῥυθμοί, ἀντίθ. ἀνδρώδεις, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43, κτλ.

English (Autenrieth)

aor. part. διακλάσσᾶς: break in twain, Il. 5.216†.

Greek Monotonic

διακλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ διακλάσσας, σπάω στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στην Παθ., = διαθρύπτομαι, Παθ. παρακ. διακεκλασμένος, εκνευρισμένος, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. άσω epic aor1 part. διακλάσσας
I. to break in twain, Il.
II. in Pass., = διαθρύπτομαι: perf. pass. διακεκλασμένος enervated, Luc.