πέπλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />voile, tissu, vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[πέπλος]].
|btext=ατος (τό) :<br />voile, tissu, vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[πέπλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πέπλωμα -ατος, τό [πέπλος] kleding, gewaad.
}}
{{elru
|elrutext='''πέπλωμα:''' ατος τό Trag. = [[πέπλος]] 2.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπλωμα:''' -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το <i>πεπλόω</i>), [[ένδυμα]], σε Τραγ.
|lsmtext='''πέπλωμα:''' -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το <i>πεπλόω</i>), [[ένδυμα]], σε Τραγ.
}}
{{elnl
|elnltext=πέπλωμα -ατος, τό [πέπλος] kleding, gewaad.
}}
{{elru
|elrutext='''πέπλωμα:''' ατος τό Trag. = [[πέπλος]] 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 23:31, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπλωμα Medium diacritics: πέπλωμα Low diacritics: πέπλωμα Capitals: ΠΕΠΛΩΜΑ
Transliteration A: péplōma Transliteration B: peplōma Transliteration C: peploma Beta Code: pe/plwma

English (LSJ)

ατος, τό, in Trag., robe, garment, A.Th.1044, S.Tr.613, E.Supp.97, Trag.Adesp.42 ( = Ar.Ach.426).

German (Pape)

[Seite 560] τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ θεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
voile, tissu, vêtement.
Étymologie: πέπλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπλωμα -ατος, τό [πέπλος] kleding, gewaad.

Russian (Dvoretsky)

πέπλωμα: ατος τό Trag. = πέπλος 2.

Greek (Liddell-Scott)

πέπλωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, ἔνδυμα, περίβλημα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ένδυμα, φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρωμα: πλευρόν)].

Greek Monotonic

πέπλωμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το πεπλόω), ένδυμα, σε Τραγ.

Middle Liddell

πέπλωμα, ατος, τό, [as if from πεπλόω]
a robe, Trag.

English (Woodhouse)

dress

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)