κύπειρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />souchet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />souchet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable.
}}
{{elnl
|elnltext=κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.
}}
{{elru
|elrutext='''κύπειρος:''' (ῠ) ὁ HH, Theocr. = [[κύπειρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κύπειρος:''' [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''κύπειρος:''' [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elnl
|elnltext=κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.
}}
{{elru
|elrutext='''κύπειρος:''' (ῠ) ὁ HH, Theocr. = [[κύπειρον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠ́πειρος, ὁ, = κῠ́πειρον, Hhymn.]
|mdlsjtxt=κῠ́πειρος, ὁ, = κῠ́πειρον, Hhymn.]
}}
}}

Revision as of 23:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπειρος Medium diacritics: κύπειρος Low diacritics: κύπειρος Capitals: ΚΥΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: kýpeiros Transliteration B: kypeiros Transliteration C: kypeiros Beta Code: ku/peiros

English (LSJ)

ὁ, = κύπειρον (galingale, Cyperus longus, Cyperus rotundus), h.Merc. 107, Ar. Ra. 243 (lyr.), Pherecr. 109, Thphr. HP 1.8.1, and 10.5, Theoc. 1.106.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, ion. κύπερος (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben φλέως, Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. κυπειρίς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
souchet, plante.
Étymologie: DELG emprunt probable.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.

Russian (Dvoretsky)

κύπειρος: (ῠ) ὁ HH, Theocr. = κύπειρον.

Greek (Liddell-Scott)

κύπειρος: ῠ, ὁ, φυτόν τι ἑλῶδες ὡς τὸ κύπειρον, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον εἶδος αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ ἄλλο εἶδος τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. ὡσαύτως κύπερος.

Greek Monolingual

ο, η (Α κύπειρος)
βλ. κύπερη.

Greek Monotonic

κύπειρος: [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κῠ́πειρος, ὁ, = κῠ́πειρον, Hhymn.]