προσπλάζω: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=s'approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πλάζω]]. | |btext=s'approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πλάζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-πλάζω stoten tegen, met dat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσπλάζω:''' [из [[προσπελάζω]] приближаться, подходить ([[κῦμα]] προσπλάζον Hom.): π. γενείῳ Hom. доходить до подбородка. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσπλάζω:''' ποιητ. συντετμ. του [[προσπελάζω]] (αμτβ.), [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''προσπλάζω:''' ποιητ. συντετμ. του [[προσπελάζω]] (αμτβ.), [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=poet. shortened for [[προσπελάζω]]<br />intr. to [[come]] near, [[approach]], Il.; c. dat., Od. | |mdlsjtxt=poet. shortened for [[προσπελάζω]]<br />intr. to [[come]] near, [[approach]], Il.; c. dat., Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 2 October 2022
English (LSJ)
beat or knock against, touch, κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται Il.12.285: c. dat., [λίμνη] προσέπλαζε γενείῳ Od.11.583; γαίης . . πεῖρας . . ἠέρι προσπλάζον Xenoph.28.2.
German (Pape)
[Seite 778] = προσπελάζω, aus dem es verkürzt ist, sich nähern, nahe herankommen (oder anplatschen, heranrauschen?); κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται, Il. 12, 285; ἡ δὲ (λίμνη) προσέπλαζε γενείῳ, Od. 11, 583.
French (Bailly abrégé)
s'approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, πλάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πλάζω stoten tegen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσπλάζω: [из προσπελάζω приближаться, подходить (κῦμα προσπλάζον Hom.): π. γενείῳ Hom. доходить до подбородка.
Greek (Liddell-Scott)
προσπλάζω: ποιητ. συντετμημένον ἀντὶ τοῦ προσπελάζω (ἀμεταβ.), ἔρχομαι πλησίον, ἐγγίζω, Ἰλ. Μ. 285· μετὰ δοτ., Ὀδ. Λ. 583, Ξενοφάν. 12 Kaisten.
Greek Monolingual
Α
(ως ποιητ. συντετμημένος τ. του προσπελάζω) χτυπώ πάνω σε κάτι, προσκρούω («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πλάζω «πλήττω, χτυπώ»].
Greek Monotonic
προσπλάζω: ποιητ. συντετμ. του προσπελάζω (αμτβ.), έρχομαι κοντά, πλησιάζω, προσεγγίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
poet. shortened for προσπελάζω
intr. to come near, approach, Il.; c. dat., Od.