σιτώνης: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>à Athènes</i> commissaire chargé des achats de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ὠνέομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>à Athènes</i> commissaire chargé des achats de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ὠνέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτώνης:''' ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτώνης:''' -ου, ὁ ([[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει [[σιτηρά]], [[προμηθευτής]] σιτηρών, [[σιτιστής]], σε Δημ.
|lsmtext='''σῑτώνης:''' -ου, ὁ ([[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει [[σιτηρά]], [[προμηθευτής]] σιτηρών, [[σιτιστής]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτώνης:''' ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτ-ώνης, ου, ὁ, [[ὠνέομαι]]<br />a [[buyer]] of [[corn]], a commissary for [[buying]] it, Dem.
|mdlsjtxt=σῑτ-ώνης, ου, ὁ, [[ὠνέομαι]]<br />a [[buyer]] of [[corn]], a commissary for [[buying]] it, Dem.
}}
}}

Revision as of 00:02, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτώνης Medium diacritics: σιτώνης Low diacritics: σιτώνης Capitals: ΣΙΤΩΝΗΣ
Transliteration A: sitṓnēs Transliteration B: sitōnēs Transliteration C: sitonis Beta Code: sitw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὠνέομαι) public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf; Dem. 18, 248; Plut. X. oratt. p. 262.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à Athènes commissaire chargé des achats de blé.
Étymologie: σῖτος, ὠνέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.

Russian (Dvoretsky)

σῑτώνης: ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, ὑπάλληλος ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἷον ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. σιταγέρτης·- σῑτωνέω, εἶμαι σιτώνης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. ἔμπορος σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που αγοράζει σιτάρι
2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οιν-ώνης].

Greek Monotonic

σῑτώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει σιτηρά, προμηθευτής σιτηρών, σιτιστής, σε Δημ.

Middle Liddell

σῑτ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι
a buyer of corn, a commissary for buying it, Dem.