ἀλαζόνευμα: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fanfaronnade.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζονεύομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />fanfaronnade.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζονεύομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλαζόνευμα]] -ατος, τό [[ἀλαζονεύομαι]] opschepperij, gebral.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλᾱζόνευμα:''' ατος τό похвальба, хвастливая ложь Arph., Aeschin.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλαζόνευμα:''' -ατος, τό, [[εξαπάτηση]], [[απάτη]], τσαρλανατισμός, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀλαζόνευμα:''' -ατος, τό, [[εξαπάτηση]], [[απάτη]], τσαρλανατισμός, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλᾱζόνευμα:''' ατος τό похвальба, хвастливая ложь Arph., Aeschin.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀλαζονεύομαι]]<br />an [[imposture]], [[piece]] of [[quackery]], Ar., etc.
|mdlsjtxt=[from [[ἀλαζονεύομαι]]<br />an [[imposture]], [[piece]] of [[quackery]], Ar., etc.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλαζόνευμα]] -ατος, τό [[ἀλαζονεύομαι]] opschepperij, gebral.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζόνευμα Medium diacritics: ἀλαζόνευμα Low diacritics: αλαζόνευμα Capitals: ΑΛΑΖΟΝΕΥΜΑ
Transliteration A: alazóneuma Transliteration B: alazoneuma Transliteration C: alazonevma Beta Code: a)lazo/neuma

English (LSJ)

ατος, τό, imposture, piece of humbug, Aeschin.3. 238, cf. Aristid. 27(16).29: in plural, quackeries, Ar.Ach.87, Aeschin. 1.178.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
fanfarronada, alarde, bravata Ar.Ach.63, 87, Aeschin.1.178, 3.238, Aristid.Or.27.29, Basil.M.29.509A.

German (Pape)

[Seite 88] τό, Prahlerei, bes. Unwahrheit im Reden, neben ἀπάτη Aesch. 1, 178; vgl. 3, 238; Ar. Ach. 87.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fanfaronnade.
Étymologie: ἀλαζονεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαζόνευμα -ατος, τό ἀλαζονεύομαι opschepperij, gebral.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱζόνευμα: ατος τό похвальба, хвастливая ложь Arph., Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζόνευμα: -ατος, τό, = ἀπάτη διὰ μεγάλων λόγων, κομπασμός, καύχησις, Αἰσχίν. 87. 41: κατὰ πληθυντ., λόγοι παχεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 87, Αἰσχίν. 25. 23.

Greek Monolingual

το (Α ἀλαζόνευμα) ἀλαζονεύομαι
1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση
2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα
αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια.

Greek Monotonic

ἀλαζόνευμα: -ατος, τό, εξαπάτηση, απάτη, τσαρλανατισμός, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

[from ἀλαζονεύομαι
an imposture, piece of quackery, Ar., etc.