λινόδετος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[λινόδεσμος]].<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[δέω]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[λινόδεσμος]].<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[δέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνόδετος:''' Eur., Arph. = [[λινόδεσμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόδετος:''' -ον ([[δέω]]), δεμένος με [[σχοινιά]] από [[λινάρι]], σε Ευρ.· [[λινόδετος]] τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λῐνόδετος:''' -ον ([[δέω]]), δεμένος με [[σχοινιά]] από [[λινάρι]], σε Ευρ.· [[λινόδετος]] τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνόδετος:''' Eur., Arph. = [[λινόδεσμος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐνό-δετος, ον [δέω]<br />[[bound]] with [[flaxen]] cords, Eur.; [[λινόδετος]] τοῦ ποδός tied by the [[foot]], Ar.
|mdlsjtxt=λῐνό-δετος, ον [δέω]<br />[[bound]] with [[flaxen]] cords, Eur.; [[λινόδετος]] τοῦ ποδός tied by the [[foot]], Ar.
}}
}}

Revision as of 12:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόδετος Medium diacritics: λινόδετος Low diacritics: λινόδετος Capitals: ΛΙΝΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: linódetos Transliteration B: linodetos Transliteration C: linodetos Beta Code: lino/detos

English (LSJ)

ον, (δέω) bound with flaxen cords, χαλινοί E.IT1043; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.

German (Pape)

[Seite 49] mit leinenen, flächsenen Stricken gebunden; χαλινοί, Ankertaue, Eur. I. T. 1043; Ar. Ran. 763.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. λινόδεσμος.
Étymologie: λίνον, δέω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόδετος: Eur., Arph. = λινόδεσμος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόδετος: -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν σχοινίων, χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043· δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ παιδία ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λινόδετος, -ον)
δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῦς χαλινοῖς λινοδέτοις ὁρμεῑ σέθεν», Ευρ.)
νεοελλ.
(για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -δετος (< δέω), πρβλ. νευρόδετος, ταυρόδετος].

Greek Monotonic

λῐνόδετος: -ον (δέω), δεμένος με σχοινιά από λινάρι, σε Ευρ.· λινόδετος τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λῐνό-δετος, ον [δέω]
bound with flaxen cords, Eur.; λινόδετος τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.