αὐτοκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se condamne soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κατακρίνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui se condamne soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κατακρίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' [[сам себя осудивший]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' [[сам себя осудивший]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκατάκρῐτος Medium diacritics: αὐτοκατάκριτος Low diacritics: αυτοκατάκριτος Capitals: ΑΥΤΟΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: autokatákritos Transliteration B: autokatakritos Transliteration C: aftokatakritos Beta Code: au)tokata/kritos

English (LSJ)

ον, self-condemned, Ep.Tit.3.11, Ph.2.652.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se condena a sí mismo αἱρετικὸς ἄνθρωπος Ep.Tit.3.11.
2 adv. -ως como condenándose a sí mismo τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.Haer.42.11.

German (Pape)

[Seite 397] durch sich selbst verurtheilt, N. T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se condamne soi-même.
Étymologie: αὐτός, κατακρίνω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκατάκρῐτος: сам себя осудивший NT.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκατάκρῐτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.

English (Strong)

from αὐτός and a derivative or κατακρίνω; self-condemned: condemned of self.

English (Thayer)

ἀυτοκατακριτον (αὐτός, κατακρίνω), self-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)).

Greek Monolingual

αὐτοκατάκριτος, -ον (AM) κατακρίνω
εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος.

Greek Monotonic

αὐτοκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κατακρίνω
self-condemned, NTest.

Chinese

原文音譯:aÙtokat£kritoj 凹拖-卡他-克里拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:同一的-向下-審判的
字義溯源:自己定罪,自責的,自知不是;由(αὐτός)=自己)與(κατακρίνω)=判罪)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身),而 (κατακρίνω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 自己定罪自己(1) 多3:11