Κυδώνιος: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de Kydonia ; ἡ [[Κυδωνία]] [[μηλίς]], ἡ [[Κυδωνία]] [[μηλέα]], <i>ou simpl.</i> ἡ [[Κυδωνία]] cognassier, <i>arbre</i> ; τὸ Κυδώνιον [[μῆλον]], <i>ou simpl.</i> τὸ [[κυδώνιον]], coing, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Κύδωνες]]. | |btext=α, ον :<br />de Kydonia ; ἡ [[Κυδωνία]] [[μηλίς]], ἡ [[Κυδωνία]] [[μηλέα]], <i>ou simpl.</i> ἡ [[Κυδωνία]] cognassier, <i>arbre</i> ; τὸ Κυδώνιον [[μῆλον]], <i>ou simpl.</i> τὸ [[κυδώνιον]], coing, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Κύδωνες]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κῠδώνιος:''' [[кидонийский]]: Κυδώνιον [[μῆλον]] Plut. айва. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κῠδώνιος:''' -α, -ον (Κύδων),<br /><b class="num">I.</b> Κυδωνικός· [[μῆλον]] κ., [[κυδώνι]], σε Στησιχ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που είναι πρησμένος σαν [[κυδώνι]], [[στρογγυλός]] και [[παχουλός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Κῠδώνιος:''' -α, -ον (Κύδων),<br /><b class="num">I.</b> Κυδωνικός· [[μῆλον]] κ., [[κυδώνι]], σε Στησιχ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που είναι πρησμένος σαν [[κυδώνι]], [[στρογγυλός]] και [[παχουλός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Κῠδώνιος, η, ον [Κύδων]<br /><b class="num">I.</b> Cydonian: [[μῆλον]] Κ. a quince, Stesich., etc.<br /><b class="num">II.</b> metaph. [[swelling]] like a quince, [[round]] and [[plump]], Ar. | |mdlsjtxt=Κῠδώνιος, η, ον [Κύδων]<br /><b class="num">I.</b> Cydonian: [[μῆλον]] Κ. a quince, Stesich., etc.<br /><b class="num">II.</b> metaph. [[swelling]] like a quince, [[round]] and [[plump]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, (Κυδωνία) Cydonian, μᾶλα A quinces, Stesich.29, cf. Alcm.143, Canthar.6, Phylarch.10 J.; μηλίδες Ibyc. 1.1; κυδώνια, τά, Dsc.1.115. II metaph., swelling like a quince, κυδώνια τιτθία, of a young girl's breasts, Ar.Ach.1199. 2 κυδώνιον· μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον (cf. κύδος), Hsch.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Kydonia ; ἡ Κυδωνία μηλίς, ἡ Κυδωνία μηλέα, ou simpl. ἡ Κυδωνία cognassier, arbre ; τὸ Κυδώνιον μῆλον, ou simpl. τὸ κυδώνιον, coing, fruit.
Étymologie: Κύδωνες.
Russian (Dvoretsky)
Κῠδώνιος: кидонийский: Κυδώνιον μῆλον Plut. айва.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠδώνιος: -α, -ον, (Κύδων) Κυδωνικός· μῆλον Κ., τὸ «κυδῶνι», Στησίχ. καὶ Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 81D κἑξ.· πρβλ. μῆλον Β. ΙΙ. μεταφ., ἐξωγκωμένος ὡς κυδώνιον, στρογγύλος, γεμᾶτος, παχουλός, κ. τιτθία, ἐπὶ τῶν μαστῶν νεαρᾶς κόρης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· πρβλ. κυδωνιάω.
Greek Monolingual
Κυδώνιος, -ία, -ον (Α) Κυδωνιά
αυτός που ανήκει στην Κυδωνία.
Greek Monotonic
Κῠδώνιος: -α, -ον (Κύδων),
I. Κυδωνικός· μῆλον κ., κυδώνι, σε Στησιχ. κ.λπ.
II. μεταφ., αυτός που είναι πρησμένος σαν κυδώνι, στρογγυλός και παχουλός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Κῠδώνιος, η, ον [Κύδων]
I. Cydonian: μῆλον Κ. a quince, Stesich., etc.
II. metaph. swelling like a quince, round and plump, Ar.