εἰδικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />spécifique.<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]].
|btext=ή, όν :<br />spécifique.<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰδικός:''' лог. видовой Plut., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰδικός]], -ή, -όν) [[είδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο [[είδος]] ή περίπτωσης («[[ειδικός]] όρος»)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]], προορισμένος για περιορισμένη [[χρήση]] («ειδικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. ως ουσ.) ο [[ειδικός]]<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[ειδικότητα]] σ' έναν [[κλάδο]] επιστήμης ή τέχνης («[[ειδικός]] στη [[συντήρηση]] αρχαίων μνημείων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, [[συνήθως]] ο [[κόμις]] τών θείων πριονάτων, [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εἰδικόν</i><br />η [[αρχή]] και το [[αξίωμα]] του ειδικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰδικός]], -ή, -όν) [[είδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο [[είδος]] ή περίπτωσης («[[ειδικός]] όρος»)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]], προορισμένος για περιορισμένη [[χρήση]] («ειδικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. ως ουσ.) ο [[ειδικός]]<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[ειδικότητα]] σ' έναν [[κλάδο]] επιστήμης ή τέχνης («[[ειδικός]] στη [[συντήρηση]] αρχαίων μνημείων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, [[συνήθως]] ο [[κόμις]] τών θείων πριονάτων, [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εἰδικόν</i><br />η [[αρχή]] και το [[αξίωμα]] του ειδικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰδικός:''' лог. видовой Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδικός Medium diacritics: εἰδικός Low diacritics: ειδικός Capitals: ΕΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: eidikós Transliteration B: eidikos Transliteration C: eidikos Beta Code: ei)diko/s

English (LSJ)

ή, όν, (εἶδος) A specific, opp. γενικός, ὄνομα D.T.636.14, A.D.Synt.230.11 (Sup.), cf. Porph.Intr.4.16 (Sup.), al.; ἀντίρρησις S.E.M.1.39 (Comp.); ἀρεταί Phld.D.3 Fr.82, cf. Ph.1.140; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.Fr.2; αἰσθήσεις Placit.4.10.1; εἰδικώτατον, τό, = Lat. infima species, Stoic.3.214, cf. Dam.Pr.87. Adv. εἰδικῶς = specifically. Stoic.2.77, Dsc.5.75. II special, opp. general, Phlp.in Mete.4.27 (Comp.). Adv. εἰδικῶς = specially, CIG 2222.15 (Chios). III formal, opp. material, διαφοραί Plot.5.7.1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.Synt.230.11, 20, Plot.5.7.1
I 1específico, perteneciente a la especie, de naturaleza específica frec. op. γενικόςgenérico’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.P.1.188, ἀρεταί Chrysipp.Stoic.3.19, Phld.D.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.Febr.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.fr.2, αἰσθήσεις Placit.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.in Cat.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2
neutr. subst. τό εἰ. especie op. ‘género’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico, infima species Diog.Bab.Stoic.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.Au.102d
gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.Synt.230.11, Phlp.in Mete.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.Synt.230.20
neutr. subst. τὸ εἰ. término específico τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico S.E.M.7.50.
2 formal op. ‘material’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.Febr.25.9, cf. 13, Olymp.in Mete.302.28, in Alc.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales Plot.l.c., cf. Phlp.in GC 53.9.
3 especial op. ‘general’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, ἀντίρρησις ... εἰδικωτέρα op. καθολική argumento muy especial S.E.M.1.39, op. κοινός: ὁ ἄνθρωπος ὁ κοινός τε καὶ εἰδικός Porph.Intr.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.in Mete.4.27
fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos, Dam.Pr.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.Pr.87.
II adv. εἰδικῶς = específicamente περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ... Chrysipp.Stoic.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.P.3.37, ἡ σύνκλητος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως RDGE 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλουen general’, Aristid.Quint.78.7
por especies op. γενικῶςpor géneros’, D.L.7.132
en cuanto a la especie πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.

German (Pape)

[Seite 723] das εἶδος betreffend, speciell, dem γενικός entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
spécifique.
Étymologie: εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

εἰδικός: лог. видовой Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδικός: -ή, -όν, (εἶδος) μερικός, ὁ κατὰ μέρος, ἀντίθ. τῷ γενικός, Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. ἰδιαίτερος: - Ἐπίρρ. εἰδικῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰδικός, -ή, -όν) είδος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος»)
2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο»)
νεοελλ.
(αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός
αυτός που έχει αποκτήσει ειδικότητα σ' έναν κλάδο επιστήμης ή τέχνης («ειδικός στη συντήρηση αρχαίων μνημείων»)
μσν.
1. τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, συνήθως ο κόμις τών θείων πριονάτων, θησαυροφύλακας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰδικόν
η αρχή και το αξίωμα του ειδικού
αρχ.
μορφικός.