εὐθυντήριος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui sert à diriger, à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθυντήρ]]. | |btext=ος, ον :<br />qui sert à diriger, à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθυντήρ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐθυντήριος:''' [[управляющий]], [[правящий]] ([[σκῆπτρον]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐθυντήριος:''' -α, -ον ([[εὐθύνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[διοικητικός]], [[κυβερνητικός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εὐθυντηρία]], <i>ἡ</i>, [[μέρος]] πλοίου στο οποίο ήταν στερεωμένο το [[πηδάλιο]], σε Ευρ. | |lsmtext='''εὐθυντήριος:''' -α, -ον ([[εὐθύνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[διοικητικός]], [[κυβερνητικός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εὐθυντηρία]], <i>ἡ</i>, [[μέρος]] πλοίου στο οποίο ήταν στερεωμένο το [[πηδάλιο]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:10, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A making straight: directing, ruling, σκῆπτρον A.Pers.764. II Subst. εὐθυντηρία, ἡ, the part of a ship wherein the rudder was fixed, E.IT1356. b base, plinth, socle of a wall, IG22.1668.16, BCH26.43 (Delph.), IGRom.4.293ai38 (Pergam., ii B.C.); εὐ.· τὸ ἐν τῷ ἐδάφει σύμμαγμα ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτόνων, Hsch. 2 -τήριον, τό, rule, norm, γνώμων καὶ εὐ. Theol.Ar.59.
German (Pape)
[Seite 1071] geradnachend, lenkend, σκῆπ τρον, Aesch. Pers. 750; τὸ εὐθ., Theol. arithm.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à diriger, à gouverner.
Étymologie: εὐθυντήρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐθυντήριος: управляющий, правящий (σκῆπτρον Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυντήριος: -α, -ον, ὁ ποιῶν τι εὐθύ, διευθύνων, κυβερνῶν, σκῆπτρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 764· - εὐθυντηρία, ἡ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου ἔνθα ἦτο προσηρμοσμένον στερεῶς τὸ πηδάλιον, Εὐρ. Ι. Τ. 1356.
Greek Monolingual
-ία, -ον
βλ. ευθυντηρία.
Greek Monotonic
εὐθυντήριος: -α, -ον (εὐθύνω),·
I. διοικητικός, κυβερνητικός, σε Αισχύλ.
II. εὐθυντηρία, ἡ, μέρος πλοίου στο οποίο ήταν στερεωμένο το πηδάλιο, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐθυντήριος, η, ον εὐθύνω
I. directing, ruling, Aesch.
II. εὐθυντηρία, ἡ, the part of a ship wherein the rudder was fixed, Eur.