Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis : θρόνον SOPH sur un trône ; demeurer immobile.<br />'''Étymologie:''' [[θᾶκος]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis : θρόνον SOPH sur un trône ; demeurer immobile.<br />'''Étymologie:''' [[θᾶκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θάσσω:''' эп. [[θαάσσω]] (только praes. и impf.) сидеть, восседать ([[θρόνον]] Soph.; τρίποδα и τρίποδι ἐν χρυσέῳ, [[δάπεδον]], ἄκραν, ἀμφὶ βωμόν, πρὸς βάθροις, ἐπ᾽ ἀκταῖς Eur.; τὰς τυμβήρεις ἕδρας Arph.): θ. δυστήνους ἕδρας Eur. сидеть в немом отчаянии; στρατὸς θάσσει Eur. войско расположилось, т. е. прибыло.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάσσω:''' Επικ. θᾰάσσω,<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]], [[μένω]] [[άπρακτος]], [[αδρανής]]· με αιτ. που δηλώνει [[στάση]], <i>θάσσειν</i>, [[θρόνον]], σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.·<br /><b class="num">2.</b> <i>δυστήνους ἕδρας</i>, [[κάθομαι]] σε [[στάση]] δυστυχίας, σε Ευρ.
|lsmtext='''θάσσω:''' Επικ. θᾰάσσω,<br /><b class="num">1.</b> [[κάθομαι]], [[μένω]] [[άπρακτος]], [[αδρανής]]· με αιτ. που δηλώνει [[στάση]], <i>θάσσειν</i>, [[θρόνον]], σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.·<br /><b class="num">2.</b> <i>δυστήνους ἕδρας</i>, [[κάθομαι]] σε [[στάση]] δυστυχίας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θάσσω:''' эп. [[θαάσσω]] (только praes. и impf.) сидеть, восседать ([[θρόνον]] Soph.; τρίποδα и τρίποδι ἐν χρυσέῳ, [[δάπεδον]], ἄκραν, ἀμφὶ βωμόν, πρὸς βάθροις, ἐπ᾽ ἀκταῖς Eur.; τὰς τυμβήρεις ἕδρας Arph.): θ. δυστήνους ἕδρας Eur. сидеть в немом отчаянии; στρατὸς θάσσει Eur. войско расположилось, т. е. прибыло.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάσσω Medium diacritics: θάσσω Low diacritics: θάσσω Capitals: ΘΑΣΣΩ
Transliteration A: thássō Transliteration B: thassō Transliteration C: thasso Beta Code: qa/ssw

English (LSJ)

Ep. θᾰάσσω (q.v.), sit, sit idle, στρατὸς δὲ θάσσει E.Supp. 391; ἥσυχος θ. Id.Ba.622 (troch.); ἀμφὶ βωμόν Id.Rh.509; ἐπ' ἀκταῖς Id.Hec.36; τρίποδι ἐν χρυσέῳ Id.IT1253 (lyr.); πρὸς βάθροις Id.HF 715: c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον S.OT161 (lyr.); θ. τρίποδα E.Ion91 (anap.); θ. δάπεδον Id.Andr.117 (lyr.): c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Id.HF1214, cf. Ar.Th.889. (θᾱσσω contr. fr. θαάσσω (θᾰϝᾰκyω, cf. θάβακος): v. θᾶκος, θοάζω.)

German (Pape)

[Seite 1188] sitzen, ruhen, vgl. oben das ep. θαάσσω; στρατὸς θάσσει Eur. Suppl. 408; ἐν τρίποδι I. T. 1253; – c. acc., ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς θρόνον εὐκλέα θάσσει, sitzt auf dem ruhmvollen Throne, Soph. O. R. 161; τρίποδα Eur. Ion 91; ἄκραν Or. 861; ἕδρας Ar. Th. 889.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis : θρόνον SOPH sur un trône ; demeurer immobile.
Étymologie: θᾶκος.

Russian (Dvoretsky)

θάσσω: эп. θαάσσω (только praes. и impf.) сидеть, восседать (θρόνον Soph.; τρίποδα и τρίποδι ἐν χρυσέῳ, δάπεδον, ἄκραν, ἀμφὶ βωμόν, πρὸς βάθροις, ἐπ᾽ ἀκταῖς Eur.; τὰς τυμβήρεις ἕδρας Arph.): θ. δυστήνους ἕδρας Eur. сидеть в немом отчаянии; στρατὸς θάσσει Eur. войско расположилось, т. е. прибыло.

Greek (Liddell-Scott)

θάσσω: Ἀττ. θαάσσω (ὃ ἴδε), κάθημαι, μένω ἄπρακτος, ἀργός, στρατὸς δὲ θάσσει Εὐρ. Ἱκέτ. 391· ἥσυχος θ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 622· ἀμφὶ βωμὸν ὁ αὐτ. Ρήσ. 509· ἐπ’ ἀκταῖς ὁ αὐτ. Ἑκ. 36, Ι. T. 1253· πρὸς βάθροις ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 715· - μετ’ αἰτ., θάσσειν θρόνον Σοφ. Ο. T. 161· θ. τρίποδα Εὐρ Ἴωνι 91· θ. δάπεδον ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 117· - θ. δυστήνους ἕδρας, κάθημαι ἐν σήματι δυστυχοῦς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1214, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 889· ἴδε θοάζω ΙΙ, θακέω.

Greek Monolingual

θάσσω, επικ. τ. θαάσσω (Α)
κάθομαι, ησυχάζω, μένω αργός, κάθομαι αδρανής (α. «στρατὸς δὲ θάσσει», Ευρ.
β. «θάσσω δυστήνους ἕδρας» — κάθομαι σαν δύστυχος, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαFακ-ψω < θάFακ-ος, απ' όπου και το θάκος].

Greek Monotonic

θάσσω: Επικ. θᾰάσσω,
1. κάθομαι, μένω άπρακτος, αδρανής· με αιτ. που δηλώνει στάση, θάσσειν, θρόνον, σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.·
2. δυστήνους ἕδρας, κάθομαι σε στάση δυστυχίας, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

θαάσσω Meaning: sit
See also: s. θᾶκος.

Middle Liddell

= θάασσω]
to sit, sit idle;— c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον Soph., etc.; c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Eur.

Frisk Etymology German

θάσσω: θαάσσω
{thássō}
Meaning: sitzen
See also: s. θᾶκος.
Page 1,655