κόγχος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br />coquille.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κόγχη]]. | |btext=ου (ὁ, <i>qqf</i> ἡ)<br />coquille.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κόγχη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόγχος:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ Aesch. = [[κόγχη]] 1.<br /><b class="num">II</b> ἡ выступ в центре щита Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κόγχος]], ό, Α και [[κόγχος]], ή)<br />[[κοίλωμα]] του σώματος, [[κόγχη]] («[[οφθαλμικός]] [[κόγχος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κοχύλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[μέτρο]] για υγρά<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] της ασπίδας<br /><b>3.</b> μικρό [[αγγείο]]<br /><b>4.</b> [[πινάκιο]] ή [[δοχείο]] με [[μορφή]] κοχυλιού<br /><b>5.</b> [[πηχτός]] [[ζωμός]] από φακές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κόγχη]]. | |mltxt=ο (AM [[κόγχος]], ό, Α και [[κόγχος]], ή)<br />[[κοίλωμα]] του σώματος, [[κόγχη]] («[[οφθαλμικός]] [[κόγχος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κοχύλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[μέτρο]] για υγρά<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] της ασπίδας<br /><b>3.</b> μικρό [[αγγείο]]<br /><b>4.</b> [[πινάκιο]] ή [[δοχείο]] με [[μορφή]] κοχυλιού<br /><b>5.</b> [[πηχτός]] [[ζωμός]] από φακές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κόγχη]]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[shell fish]], [[shellfish]] | |woodrun=[[shell fish]], [[shellfish]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ (ἡ Paus.1.44.6, cf.Plb.6.23.5), A = κόγχη 1, A.Fr.34, Epich. 42.9, Crates Theb.7; κόγχων (gen. pl.) Arist.HA528a24 (but κόγχαι ib.22). 2 = κόγχη 1.2, shell-full, κ. ἁλῶν Phryn.Com.49, cf. Dsc. 1.30. II anything like a mussel-shell, 1 upper part of the skull, Lyc.1105. 2 boss of a shield, Plb.l.c. 3 small iron crucible, Dsc.5.95. 4 socket of the eye, Poll.2.71 (pl.). 5 kneepan, ib.188. III soup of lentils boiled with the pods, Timo 3.
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, 1) = κόγχη, Aesch. frg. bei Ath. III, 87 a, vgl. IV, 160 b; übertr. auch fem., Pol. 6, 23, 5 προσήρμοσται τῷ θυρεῷ καὶ σιδηρᾶ κόγχος; vgl. Poll. 2, 38. 71. 188. – 2) die conchis der Römer, gekochte u. nicht durchgeschlagene Linsen, κόγχος καὶ κύαμος Speise der Armen, vgl. Ath. IV, 159 ff. u. B. A. 105, 17.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, qqf ἡ)
coquille.
Étymologie: cf. κόγχη.
Russian (Dvoretsky)
κόγχος:
I ὁ Aesch. = κόγχη 1.
II ἡ выступ в центре щита Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
κόγχος: ὁ, = κόγχη Ι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25, Ἐπίχ. 22· ὡσαύτως ἡ, Παυσ. 1. 44, 6· ― παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι γεν. πληθ. κόγχων, ἂν καὶ ὀλίγῳ ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἡ ὀνομαστ. κόγχαι. 2) = κόγχη Ι. 2, ὡς μέτρον, κ. ἁλῶν Φρύν. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Διοσκ. 1. 32, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ὅμοιον πρὸς τὸ ὄστρακον κογχυλίου, 1) τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κρανίου, «ὀστοῦν τοῦ ἐγκεφάλου κογχοειδὲς» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1105. 2) εἶδος ὀμφαλοῦ τῆς ἀσπίδος, Πολύβ. 23, 5 (ὡς θηλ.)· ὅμοιον κόσμημα ἢ ὀμφαλὸς ἐπὶ ἀγγείου, Διοσκ. 5. 110. 3) ἡ θέσις, τὸ κοίλωμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολυδ. Β΄, 71. 4) ἡ ἐπιγονατίς, αὐτόθι 188. ΙΙΙ. ἡ παρὰ Ρωμαίοις conchis, ἕψημα φακῶν μετὰ κυάμων, εἶδος πηκτοῦ ζωμοῦ μετ’ ὀσπρίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 159F, A. B. 105.
Greek Monolingual
ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή)
κοίλωμα του σώματος, κόγχη («οφθαλμικός κόγχος»)
μσν.-αρχ.
κοχύλι
αρχ.
1. μικρό μέτρο για υγρά
2. το κοίλωμα της ασπίδας
3. μικρό αγγείο
4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού
5. πηχτός ζωμός από φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόγχη.