μάλιον: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />boucle de cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[μαλλός]].<br /><span class="bld">2</span><i>adv.</i><br />v. [[μάλα]].
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />boucle de cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[μαλλός]].<br /><span class="bld">2</span><i>adv.</i><br />v. [[μάλα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάλιον:''' (ᾰ) τό прядь волос, локон Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάλιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μαλλός]], [[μπούκλα]], [[τούφα]] μαλλιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''μάλιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μαλλός]], [[μπούκλα]], [[τούφα]] μαλλιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μάλιον:''' (ᾰ) τό прядь волос, локон Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰ́λιον, ου, τό, [Dim. of [[μαλλός]]<br />a [[lock]] of [[hair]], Anth.
|mdlsjtxt=μᾰ́λιον, ου, τό, [Dim. of [[μαλλός]]<br />a [[lock]] of [[hair]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰ́λιον Medium diacritics: μάλιον Low diacritics: μάλιον Capitals: ΜΑΛΙΟΝ
Transliteration A: málion Transliteration B: malion Transliteration C: malion Beta Code: ma/lion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of* μᾰλός( A = μαλλός), long hair, pigtail, AP11.157 (Ammian.), Herm. Trism. in Rev.Phil.32.256 (prob.), 264. II v. μάλα 11.

German (Pape)

[Seite 90] τό, dim. von μαλός = μαλλός, Haarlocke, Ammian. 22 (XI, 157).

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
boucle de cheveux.
Étymologie: μαλλός.
2adv.
v. μάλα.

Russian (Dvoretsky)

μάλιον: (ᾰ) τό прядь волос, локон Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαλὸς (= μαλλός), βόστρυχος, Ἀνθ. Π. 11. 157. 2) = μᾶλλον, «Ἴωνες τὸ μᾶλλον μάλλιον» Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 2. 240, 2, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
μάλιον, τὸ (AM,Μ και μάλιν)
μσν.
ακατέργαστο μαλλί
αρχ.
κοτσίδα, βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάλιον (αντί μάλλιον) < μαλλός.
(II)
μάλιον (Α)
επίρρ. ιων. τ. βλ. μάλλον.

Greek Monotonic

μάλιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του μαλλός, μπούκλα, τούφα μαλλιών, σε Ανθ.

Middle Liddell

μᾰ́λιον, ου, τό, [Dim. of μαλλός
a lock of hair, Anth.