μεγαλοπρέπεια: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />magnificence, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπρεπής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />magnificence, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπρεπής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλοπρέπεια:''' ион. μεγᾰλοπρεπείη ἡ склонность к роскоши, великолепие, тж. щедрость Her. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰλοπρέπεια:''' Ιων. -είη, ἡ, το χαρακτηριστικό του μεγαλοπρεπή, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | |lsmtext='''μεγᾰλοπρέπεια:''' Ιων. -είη, ἡ, το χαρακτηριστικό του μεγαλοπρεπή, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
Ion. μεγᾰλοπρεπ-είη, ἡ, A magnificence, as a quality of persons, Hdt.1.139, 3.125, Pl.R.486a, Isoc.9.2, Arist.EN1107b17, etc. II of style, elevation, D.H.Comp.16, Th.23, Demetr.Eloc.37. III as a title, ἡ σὴ μ. Just.Nov.41 Praef.; ἡ αὐτοῦ μ. POxy.1163.4 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 107] ἡ, das Wesen u. Betragen des μεγαλοπρεπής, Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ ἐλευθεριότης, Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen ἀπειροκαλία u. μικροπρέπεια ist.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
magnificence, générosité.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοπρέπεια: ион. μεγᾰλοπρεπείη ἡ склонность к роскоши, великолепие, тж. щедрость Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοπρέπεια: Ἰων. -είη, ἡ, ὁ χαρακτὴρ ἢ ἰδιότης τοῦ μεγαλοπρεποῦς, λαμπρότης, Ἡρόδ. 1. 139., 3. 125, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ.· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16.
Greek Monolingual
η (ΑM μεγαλοπρέπεια, ιων. τ. μεγαλοπρεπείη) μεγαλοπρεπής
1. λαμπρότητα, επιβλητικότητα, μεγαλείο
2. πλούτος, πολυτέλεια
3. το υψηλό ύφος του λόγου
4. λέγεται ως προσφώνηση υψηλών προσώπων («ἡ σὴ μεγαλοπρέπεια», Ιουστιν.).
Greek Monotonic
μεγᾰλοπρέπεια: Ιων. -είη, ἡ, το χαρακτηριστικό του μεγαλοπρεπή, μεγαλοπρέπεια, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
μεγᾰλοπρέπεια, Ionic -είη, ἡ,
the character of a μεγαλοπρεπής, magnificence, Hdt., Plat.