μακρόκωλος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d'une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]]. | |btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d'une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακρόκωλος:''' рит.<br /><b class="num">1)</b> [[состоящий из длинных членов]] (ἡ [[περίοδος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> ирон. [[пишущий длинными периодами]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακρόκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[μακρά]] σκέλη· ἡ [[μακρόκωλος]], είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φράσεις, [[μακροπερίοδος]] [[λόγος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''μακρόκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[μακρά]] σκέλη· ἡ [[μακρόκωλος]], είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φράσεις, [[μακροπερίοδος]] [[λόγος]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μακρό-κωλος, ον [[κῶλον]]<br /><b class="num">1.</b> [[long]]-limbed: ἡ μ. a [[kind]] of [[sling]], Strab.<br /><b class="num">2.</b> of sentences, with [[long]] clauses, Arist. | |mdlsjtxt=μακρό-κωλος, ον [[κῶλον]]<br /><b class="num">1.</b> [[long]]-limbed: ἡ μ. a [[kind]] of [[sling]], Strab.<br /><b class="num">2.</b> of sentences, with [[long]] clauses, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A long-limbed, Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1. 2 of authors, using sentences with long clauses, Arist.Rh.1409b30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres longs en parl. d'une période oratoire.
Étymologie: μακρός, κῶλον.
Russian (Dvoretsky)
μακρόκωλος: рит.
1) состоящий из длинных членов (ἡ περίοδος Arst.);
2) ирон. пишущий длинными периодами Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, μέλη, Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ μακρόκωλος, εἶδος σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· ὡσαύτως, οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, αὐτόθι.· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ περίοδος, Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
Greek Monolingual
μακρόκωλος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες
2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοι
αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισόκωλος, μονόκωλος)].
Greek Monotonic
μακρόκωλος: -ον (κῶλον),·
1. αυτός που έχει μακρά σκέλη· ἡ μακρόκωλος, είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.
2. λέγεται για φράσεις, μακροπερίοδος λόγος, σε Αριστ.
Middle Liddell
μακρό-κωλος, ον κῶλον
1. long-limbed: ἡ μ. a kind of sling, Strab.
2. of sentences, with long clauses, Arist.