μενεχάρμης: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui combat de pied ferme.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[χάρμη]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui combat de pied ferme.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[χάρμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''μενεχάρμης:''' [[непоколебимый в сражении]], [[стойкий]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενεχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]]), [[σταθερός]] στη [[μάχη]], λέγεται για ήρωες, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[μενέχαρμος]], <i>-ον</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''μενεχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]]), [[σταθερός]] στη [[μάχη]], λέγεται για ήρωες, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[μενέχαρμος]], <i>-ον</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μενεχάρμης:''' [[непоколебимый в сражении]], [[стойкий]] Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μενε-χάρμης, ου, ὁ, [[χάρμη]]<br />[[staunch]] in [[battle]], of heroes, Il.:—also [[μενέχαρμος]], ον, Il.
|mdlsjtxt=μενε-χάρμης, ου, ὁ, [[χάρμη]]<br />[[staunch]] in [[battle]], of heroes, Il.:—also [[μενέχαρμος]], ον, Il.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεχάρμης Medium diacritics: μενεχάρμης Low diacritics: μενεχάρμης Capitals: ΜΕΝΕΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: menechármēs Transliteration B: menecharmēs Transliteration C: menecharmis Beta Code: menexa/rmhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (> χάρμη) = μενεφύλοπις (staunch in battle) (not in Od.), Il. 11.122, 303, al. ; Αἰτωλοί 9.529 ; — also μενέχαρμος, ον, 14.376.

German (Pape)

[Seite 132] ὁ, = Folgdm; Αἰτωλοί Il. 9, 529; Sp., von einzelnen Helden.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui combat de pied ferme.
Étymologie: μένω, χάρμη.

Russian (Dvoretsky)

μενεχάρμης: непоколебимый в сражении, стойкий Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μενεχάρμης: -ου, ὁ, (χάρμη) καρτερικὸς ἐν ταῖς μάχαις, ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 122, 303, κτλ.· ἐπὶ ἔθνους, Ι. 529· οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.· - ὡσαύτως μενέχαρμος, ον, Ἰλ. Ξ. 376. Διὰ παραβολῆς τοῦ μενεχάρμης πρὸς τὰς λέξεις μεναίχμης, μενεπτόλεμος ἐπιβεβαιοῦται ἡ ἀνωτέρω δοθεῖσα σημασία.

English (Autenrieth)

and μενέ-χαρμος (μένω, χάρμη): steadfast or stanch in battle. (Il.)

Greek Monolingual

μενεχάρμης, ὁ (Α)
μενεφύλοπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -χάρμης (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. ιππιο-χάρμης].

Greek Monotonic

μενεχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη), σταθερός στη μάχη, λέγεται για ήρωες, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, μενέχαρμος, -ον, στο ίδ.

Middle Liddell

μενε-χάρμης, ου, ὁ, χάρμη
staunch in battle, of heroes, Il.:—also μενέχαρμος, ον, Il.