μετάτροπος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόν → suspicion is a terrible evil for people

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />retourné, changé.<br />'''Étymologie:''' μετατρέπω.
|btext=ος, ον :<br />retourné, changé.<br />'''Étymologie:''' μετατρέπω.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάτροπος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обращенный назад]]: μ. ἔρρων Anth. возвращающийся;<br /><b class="num">2)</b> переменивший направление, т. е. неблагоприятный (τινι [[δαίμων]] Aesch.; αὖραι Eur.): πολέμου μ. [[αὔρα]] Eur., Arph. тж. pl. превратности войны; ἔργα μετάτροπα Hes. обратившиеся (против виновника) дела, т. е. возмездие.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάτροπος:''' -ον ([[μετατρέπω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται προς τα [[πίσω]], που επιστρέφει, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που στρέφεται προς [[κάτι]], σε Αισχύλ.· <i>ἔργα μετάτροπα</i>, πράξεις που επιστρέφουν σ' αυτόν που τις έκανε ή που τα ακολουθεί [[εκδίκηση]] ή [[ανταπόδοση]], σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>μετάτροποι αὖραι</i>, σε Ευρ.· πολέμου [[μετάτροπος]] [[αὔρα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μετάτροπος:''' -ον ([[μετατρέπω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται προς τα [[πίσω]], που επιστρέφει, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που στρέφεται προς [[κάτι]], σε Αισχύλ.· <i>ἔργα μετάτροπα</i>, πράξεις που επιστρέφουν σ' αυτόν που τις έκανε ή που τα ακολουθεί [[εκδίκηση]] ή [[ανταπόδοση]], σε Ησίοδ.· ομοίως, <i>μετάτροποι αὖραι</i>, σε Ευρ.· πολέμου [[μετάτροπος]] [[αὔρα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάτροπος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обращенный назад]]: μ. ἔρρων Anth. возвращающийся;<br /><b class="num">2)</b> переменивший направление, т. е. неблагоприятный (τινι [[δαίμων]] Aesch.; αὖραι Eur.): πολέμου μ. [[αὔρα]] Eur., Arph. тж. pl. превратности войны; ἔργα μετάτροπα Hes. обратившиеся (против виновника) дела, т. е. возмездие.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετάτροπος]], ον [[μετατρέπω]]<br /><b class="num">1.</b> [[turning]] [[about]], [[returning]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[turning]] [[round]] [[upon]], Aesch.; ἔργα μετάτροπα deeds that [[turn]] [[upon]] [[their]] [[author]] or are visited with [[vengeance]], Hes.; so, μ. αὖραι Eur.; πολέμου [[μετάτροπος]] [[αὔρα]] Ar.
|mdlsjtxt=[[μετάτροπος]], ον [[μετατρέπω]]<br /><b class="num">1.</b> [[turning]] [[about]], [[returning]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[turning]] [[round]] [[upon]], Aesch.; ἔργα μετάτροπα deeds that [[turn]] [[upon]] [[their]] [[author]] or are visited with [[vengeance]], Hes.; so, μ. αὖραι Eur.; πολέμου [[μετάτροπος]] [[αὔρα]] Ar.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάτροπος Medium diacritics: μετάτροπος Low diacritics: μετάτροπος Capitals: ΜΕΤΑΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: metátropos Transliteration B: metatropos Transliteration C: metatropos Beta Code: meta/tropos

English (LSJ)

ον, A turning about, returning, μ. ἐκ βυθοῦ ἔρρων AP 7.506.5 (Leon.), cf. Call.Del.99; μ. αὖραι veering winds, E.El.1147 (lyr.); πολέμον μ. αὔρα Ar.Pax945 (lyr.). 2 turning round upon, δαίμων μ. ἐπί τινι A.Pers.943 (lyr.); μετάτροπα ἔργα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes. Th.89.

German (Pape)

[Seite 155] umgewandelt, ἔργα μετάτροπα, Thaten der Vergeltung, der Rache, durch die ein Unglück auf das Haupt des Urhebers zurückfällt, Hes. Th. 89; – zurückgewandt, δαίμων γὰρ ὅδ' αὖ μετάτροπος ἐπ' ἐμοί, Aesch. Pers. 905; μετάτροποι πνέουσιν αὖραι δόμων, Eur. El. 1147; u. ähnlich Ar. κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα, Pax 945; sp. D., wie Callim. Del. 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
retourné, changé.
Étymologie: μετατρέπω.

Russian (Dvoretsky)

μετάτροπος:
1) обращенный назад: μ. ἔρρων Anth. возвращающийся;
2) переменивший направление, т. е. неблагоприятный (τινι δαίμων Aesch.; αὖραι Eur.): πολέμου μ. αὔρα Eur., Arph. тж. pl. превратности войны; ἔργα μετάτροπα Hes. обратившиеся (против виновника) дела, т. е. возмездие.

Greek (Liddell-Scott)

μετάτροπος: -ον, ὁ περιτρεπόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 7. 506, Καλλ. εἰς Δῆλ. 99. 2) ὁ στρεφόμενος πρός τι, δαίμων μ. ἐπί τινι Αἰσχύλ. Πέρσ. 942· ἔργα μετάτροπα, = ἔργα ἄντιτα, παλίντιτα, ἔργα, ἅτινα ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸν πράξαντα αὐτά, ἢ ἅτινα ἀκολουθεῖ ἐκδίκησις καὶ τιμωρία, Ἡσ. Θ. 89· - καὶ ὑπάρχει πιθανῶς ἡ αὐτὴ ἔννοια τιμωρίας καὶ ἐκδικήσεως ἐν τῷ: μ. αὖραι ἐν Εὐρ. Ἠλ. 1147, καὶ πολέμου μετάτροπος αὔρα ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 945. Πρβλ. μετατροπή.

Greek Monolingual

μετάτροπος, -ον (Α) μετατρέπω
1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.)
2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ' ἐμοί», Αισχύλ.
β. «ἔργα μετάτροπα» — πράξεις που επιστρέφουν στον δράστη, έργα που τά ακολουθεί τιμωρία ή εκδίκηση, Ησίοδ.)
3. αυτός που είναι επιρρεπής στην αλλαγή
4. ο αναποδογυρισμένος.

Greek Monotonic

μετάτροπος: -ον (μετατρέπω),·
1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, που επιστρέφει, σε Ανθ.
2. αυτός που στρέφεται προς κάτι, σε Αισχύλ.· ἔργα μετάτροπα, πράξεις που επιστρέφουν σ' αυτόν που τις έκανε ή που τα ακολουθεί εκδίκηση ή ανταπόδοση, σε Ησίοδ.· ομοίως, μετάτροποι αὖραι, σε Ευρ.· πολέμου μετάτροπος αὔρα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μετάτροπος, ον μετατρέπω
1. turning about, returning, Anth.
2. turning round upon, Aesch.; ἔργα μετάτροπα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes.; so, μ. αὖραι Eur.; πολέμου μετάτροπος αὔρα Ar.