μουσοπόλος: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui cultive les Muses ; ὁ [[μουσοπόλος]] poète.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πολέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui cultive les Muses ; ὁ [[μουσοπόλος]] poète.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πολέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μουσοπόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[песнопевец]], [[поэт]] Eur.<br />общающийся с музами, служащий музам, т. е. поэтический ([[οἰκία]] [[Sappho]]; στοναχά Eur.; χεῖρες Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μουσοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]] των Μουσών· <i>μουσόπολος στοναχά</i>, μελωδικότατος [[θρήνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[βάρδος]], [[ραψωδός]], [[ποιητής]], στον ίδ. | |lsmtext='''μουσοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[υπηρέτης]] των Μουσών· <i>μουσόπολος στοναχά</i>, μελωδικότατος [[θρήνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[βάρδος]], [[ραψωδός]], [[ποιητής]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μουσο-[[πόλος]], ον [[πολέω]]<br /><b class="num">I.</b> serving the Muses; μ. στοναχά a [[tuneful]] [[lament]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[bard]], [[minstrel]], [[poet]], Eur. | |mdlsjtxt=μουσο-[[πόλος]], ον [[πολέω]]<br /><b class="num">I.</b> serving the Muses; μ. στοναχά a [[tuneful]] [[lament]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[bard]], [[minstrel]], [[poet]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A serving the Muses, poetic, οἰκία Sapph. 136 (s. v.l.); μ. στοναχά a tuneful lament, E.Ph.1499 (lyr.); χεῖρες, στέφανος, AP9.270 (Marc. Arg.), 12.257 (Mel.); μουσοπόλε θήρ, addressed to Pan, Castorio 2.5. II Subst., bard, minstrel, E.Alc. 445 (lyr., pl.), Rev.Phil.36.67 (Iconium, ii A. D.), Not.Scav.1912.327 (Ostia).
German (Pape)
[Seite 211] mit den Musen verkehrend, Dichter, Eur. Alc. 447; auch τίνα μουσοπόλον στοναχὰν ἀνακαλέσομαι, Phoen. 1505; δαίμων, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 (v. 28); μουσοπόλοις χερσὶ πηκτίδα ἐπηρέθισα, M Arg. 23 (IX, 270); Ep. ad. 751 (App. 351); τραγικός, Boeth. (IX, 248).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cultive les Muses ; ὁ μουσοπόλος poète.
Étymologie: μοῦσα, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
μουσοπόλος: II ὁ песнопевец, поэт Eur.
общающийся с музами, служащий музам, т. е. поэтический (οἰκία Sappho; στοναχά Eur.; χεῖρες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοπόλος: -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, ποιητικός, οἰκία Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, θρῆνος μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, στέφανος Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀοιδός, ποιητής, Εὐρ. Ἄλκ. 447.
Greek Monolingual
μουσοπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο ποιητικός
2. αυτός που συνοδεύεται από μουσική
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοπόλος
ο αοιδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πολος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο-πόλος, ονειρο-πόλος.
Greek Monotonic
μουσοπόλος: -ον (πολέω),·
I. υπηρέτης των Μουσών· μουσόπολος στοναχά, μελωδικότατος θρήνος, σε Ευρ.
II. ως ουσ., βάρδος, ραψωδός, ποιητής, στον ίδ.
Middle Liddell
μουσο-πόλος, ον πολέω
I. serving the Muses; μ. στοναχά a tuneful lament, Eur.
II. as substantive a bard, minstrel, poet, Eur.