μηλωτή: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 [[ἀργέλοφοι]] erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch [[ζώνη]] ἐκ δέρματος, Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 [[ἀργέλοφοι]] erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch [[ζώνη]] ἐκ δέρματος, Suid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηλωτή:''' ἡ [[овечья или козья шкура]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μηλωτή]])<br />[[δέρμα]] προβάτου, [[προβειά]] ή [[κάθε]] ακατέργαστο και τριχωτό [[δέρμα]] ζώου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είδος]] επενδύτη ή [[κάλυμμα]] τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό [[δέρμα]], [[ιδίως]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]», πιθ. από αμάρτυρο ρ. [[μηλόω]] ([[πρβλ]]. [[κηρωτή]], [[πλακωτή]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μηλωτή]], ἡ (Α) [[μηλώ]]<br />[[μήλη]], [[καθετήρας]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μηλωτή]])<br />[[δέρμα]] προβάτου, [[προβειά]] ή [[κάθε]] ακατέργαστο και τριχωτό [[δέρμα]] ζώου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είδος]] επενδύτη ή [[κάλυμμα]] τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό [[δέρμα]], [[ιδίως]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]», πιθ. από αμάρτυρο ρ. [[μηλόω]] ([[πρβλ]]. [[κηρωτή]], [[πλακωτή]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μηλωτή]], ἡ (Α) [[μηλώ]]<br />[[μήλη]], [[καθετήρας]]. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':mhlwt» 姆羅帖<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':羊皮<br />'''字義溯源''':羊皮,綿羊皮;源自([[μηλωτή]])X*=羊)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 綿羊皮(1) 來11:37 | |sngr='''原文音譯''':mhlwt» 姆羅帖<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':羊皮<br />'''字義溯源''':羊皮,綿羊皮;源自([[μηλωτή]])X*=羊)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 綿羊皮(1) 來11:37 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (μῆλον A) A sheepskin, any rough woolly skin, Philem.25, PTeb.38.22 (ii B.C.), LXX 3 Ki.19.13, Ep.Hebr.11.37, OGI629.32 (ii A.D.), A.D.Synt.191.9, Sch.Ar.V.670. II (μήλη) = μηλωτίς (probe), Erot.s.v. κάτοπτρον.
German (Pape)
[Seite 173] ἡ, Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 ἀργέλοφοι erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch ζώνη ἐκ δέρματος, Suid.
Russian (Dvoretsky)
μηλωτή: ἡ овечья или козья шкура NT.
Greek (Liddell-Scott)
μηλωτή: ἡ, (μῆλον) δέρμα προβάτου, πᾶσα δορὰ ἀκατέργαστος καὶ μαλλοφόρος, στρῶμα μηλωτήν τ’ ἔχει Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672· - ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηλωτή· διφθέρα»· - οὕτω καὶ μηλωτάριον, τό, Ἰω. Μόσχος 2856Α, κλ., ἰδὲ Δουκάγγ.
English (Strong)
from melon (a sheep); a sheep-skin: sheepskin.
English (Thayer)
μηλωτης, ἡ (from μῆλον sheep, also a goat; as καμηλωτη (`camlet') from κάμηλος (cf. Lob. Paralip., p. 332)), a sheepskin: Clement of Rome, 1 Corinthians 17,1 [ET]. For אַדֶּרֶת an outer robe, mantle, the Sept. in שֵׂעָר אַדֶּרֶת, a mantle of hair, Sept. δέρρις τριχινη). In the Byzantine writings (Apoll. Dysk. 191,9) μηλοτη denotes a monk's garment.
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ μηλωτή)
δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου
νεοελλ.-μσν.
είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ. μηλόω (πρβλ. κηρωτή, πλακωτή)].
(II)
μηλωτή, ἡ (Α) μηλώ
μήλη, καθετήρας.
Chinese
原文音譯:mhlwt» 姆羅帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:羊皮
字義溯源:羊皮,綿羊皮;源自(μηλωτή)X*=羊)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 綿羊皮(1) 來11:37