μυθεύω: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire un récit fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]].
|btext=faire un récit fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡθεύω:''' [[рассказывать]], [[повествовать]] (ὡς μεμύθευται βροτοῖς Eur.): τὰ μυθευόμενα Arst. толки, басни, предания.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡθεύω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[μυθέομαι]], σε Ευρ. — Παθ., είμαι ειπωμένος, γίνεται [[λόγος]] για μένα, στον ίδ.· <i>ὡς μεμύθευται βροτοῖς</i>, όπως αναφέρεται από τους θνητούς, στον ίδ.
|lsmtext='''μῡθεύω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[μυθέομαι]], σε Ευρ. — Παθ., είμαι ειπωμένος, γίνεται [[λόγος]] για μένα, στον ίδ.· <i>ὡς μεμύθευται βροτοῖς</i>, όπως αναφέρεται από τους θνητούς, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡθεύω:''' [[рассказывать]], [[повествовать]] (ὡς μεμύθευται βροτοῖς Eur.): τὰ μυθευόμενα Arst. толки, басни, предания.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡθεύω,<br />later form of [[μυθέομαι]], Eur.:—Pass. to be [[spoken]] of, Eur.; ὡς μεμύθευται βροτοῖς as is [[related]] by mortals, Eur.
|mdlsjtxt=μῡθεύω,<br />later form of [[μυθέομαι]], Eur.:—Pass. to be [[spoken]] of, Eur.; ὡς μεμύθευται βροτοῖς as is [[related]] by mortals, Eur.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθεύω Medium diacritics: μυθεύω Low diacritics: μυθεύω Capitals: ΜΥΘΕΥΩ
Transliteration A: mytheúō Transliteration B: mytheuō Transliteration C: mytheyo Beta Code: muqeu/w

English (LSJ)

pf. A μεμύθευκα Phld.Mus.p.24 K.: later form of μυθέομαι, E.HF77; ἅπαντα μυθεύσασα Ezek.Exag.34: c. acc. et inf., Phld. l. c., al.:—Pass., to be spoken of, E.Ion196 (lyr.); ὡς μεμύθευται βροτοῖς as is related by mortals, as the story goes, ib.265. II relate fabulously, Str.1.2.35; πράξεις μεμύθευκε Socr.Ep.30.9: c.acc. et inf., Arist.Mir.836b1:—Pass., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι Id.PA641a20; μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Str.14.2.8, cf. D.C.51.26: without inf., Palaeph.4.

German (Pape)

[Seite 214] = μυθέομαις λόγοισι μυθεύουσα, Eur. Herc. Fur. 77; ὡς μεμύθευται βροτοῖς, Ion 265; Strab. 1, 2, 36 u. Luc. Aber med. μυθεύονται τοὺς παῖδας έξ Ἄρεως γενέσθαι, Strab. V, 3, 2; – Eust. erkl. μυθεύεσθαι τὸ ψευδῶς λέγειν.

French (Bailly abrégé)

faire un récit fabuleux.
Étymologie: μῦθος.

Russian (Dvoretsky)

μῡθεύω: рассказывать, повествовать (ὡς μεμύθευται βροτοῖς Eur.): τὰ μυθευόμενα Arst. толки, басни, предания.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθεύω: νεώτερος τύπος τοῦ μυθέομαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 77. - Παθ., γίνεται περὶ ἐμοῦ λόγος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 196· ὡς μεμύθευται βροτοῖς, ὡς γίνεται λόγος μεταξὺ τῶν θνητῶν, ὡς λέγεται..., ὡς διηγοῦνται, αὐτόθι 265. ΙΙ. μυθωδῶς διηγοῦμαι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81· οὕτως ἐν τῷ παθ., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29· μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Στράβ. 654.

Greek Monolingual

μυθεύω (ΑΜ) μύθος
διηγούμαι ψεύτικη, πλαστή ιστορία
αρχ.
1. λέγω, ομιλώ
2. (το παθ. στο γ' εν. πρόσ.) μυθεύεται
γίνεται λόγος για κάποιον ή για κάτι.

Greek Monotonic

μῡθεύω: μεταγεν. τύπος του μυθέομαι, σε Ευρ. — Παθ., είμαι ειπωμένος, γίνεται λόγος για μένα, στον ίδ.· ὡς μεμύθευται βροτοῖς, όπως αναφέρεται από τους θνητούς, στον ίδ.

Middle Liddell

μῡθεύω,
later form of μυθέομαι, Eur.:—Pass. to be spoken of, Eur.; ὡς μεμύθευται βροτοῖς as is related by mortals, Eur.