νικητικός: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à vaincre <i>ou</i> à faire vaincre;<br /><i>Cp.</i> νικητικώτερος, <i>Sp.</i> νικητικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[νικάω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à vaincre <i>ou</i> à faire vaincre;<br /><i>Cp.</i> νικητικώτερος, <i>Sp.</i> νικητικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[νικάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῑκητικός:''' [[способствующий победе]], [[обеспечивающий победу]] ([[παρασκευή]] Polyb.): τὸ νικητικώτατον Plut. лучший способ победить. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῑκητικός:''' -ή, -όν ([[νικάω]]), αυτός που είναι πιθανόν να νικήσει, που οδηγεί προς τη [[νίκη]], σε Ξεν.· <i>τὸ νικητικώτατον</i>, ο επικρατέστερος [[τρόπος]] για να νικήσει [[κάποιος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''νῑκητικός:''' -ή, -όν ([[νικάω]]), αυτός που είναι πιθανόν να νικήσει, που οδηγεί προς τη [[νίκη]], σε Ξεν.· <i>τὸ νικητικώτατον</i>, ο επικρατέστερος [[τρόπος]] για να νικήσει [[κάποιος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νῑκητικός, ή, όν [[νικάω]]<br />[[likely]] to [[conquer]], conducing to [[victory]], Xen.; τὸ νικητικώτατον the [[most]] [[likely]] way to [[conquer]], Plut. | |mdlsjtxt=νῑκητικός, ή, όν [[νικάω]]<br />[[likely]] to [[conquer]], conducing to [[victory]], Xen.; τὸ νικητικώτατον the [[most]] [[likely]] way to [[conquer]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A likely to conquer, conducing to victory, X.Mem.3.4.11; ὑπόθεσις Plb.24.9.4 (Comp.); ὅπλον ν. OGI90.39 (Rosetta, ii B.C.); τὸ -ώτατον the most likely way to conquer, Plu.Comp. Phil.Flam.2. Adv. -κῶς Eust.1006.28. II Subst. νικητικόν, τό, charm for victory, especially in horse-racing, PMag.Lond.121.390, POxy. 1478.1 (iii/iv A.D.); ν. δικαστηρίων PMag.Osl.1.35: pl., PMag.Leid. W.8.29.
German (Pape)
[Seite 256] zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen; παρασκευή, Xen. Mem. 3, 4, 11; ὑπόθεσις νικητικωτέρα ἐν τοῖς πολλοῖς, Pol. 26, 2, 4; Sp., τὸ νικητικώτατον Hermog. de inv. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à vaincre ou à faire vaincre;
Cp. νικητικώτερος, Sp. νικητικώτατος.
Étymologie: νικάω.
Russian (Dvoretsky)
νῑκητικός: способствующий победе, обеспечивающий победу (παρασκευή Polyb.): τὸ νικητικώτατον Plut. лучший способ победить.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκητικός: -ή, -όν, ὅστις πιθανὸν εἶναι νὰ νικήσῃ, ὁ ἄγων εἰς νίκην, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, Πολύβ. 26. 2, 4· ὅπλον ν. Ἐπιγραφ. τοῦ μαρμάρου τῆς Ροσέττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 39· τὸ νικητικώτατον, ὁ πιθανώτατος τρόπος ὅπως νικήσῃ τις, Πλουτ. Φιλοπ. καὶ Φλαμ. Σύγκρ. 2. ― Ἐπίρρ. νικητικῶς, Εὐστ. 1006. 38.
Spanish
fórmula para ganar, práctica para conseguir la victoria
Greek Monolingual
νικητικός, -ή, -όν (ΑΜ) νικητής
αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.)
μσν.
αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν
η χαρά της νίκης
2. (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) τὸ νικητικώτατον
ο πιθανότερος τρόπος να νικήσει κάποιος.
επίρρ...
νικητικῶς (ΑΜ)
με νικηφόρο τρόπο, θριαμβευτικά («παρέστης τῷ Δεσπότῃ... νικητικῶς στεφανούμενος», Μηναί.).
Greek Monotonic
νῑκητικός: -ή, -όν (νικάω), αυτός που είναι πιθανόν να νικήσει, που οδηγεί προς τη νίκη, σε Ξεν.· τὸ νικητικώτατον, ο επικρατέστερος τρόπος για να νικήσει κάποιος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
νῑκητικός, ή, όν νικάω
likely to conquer, conducing to victory, Xen.; τὸ νικητικώτατον the most likely way to conquer, Plut.