σηπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] faul machend, Fäulniß bewirkend; Medic.; Arist. H. A. 8, 29; auch = zur Verdauung beitragend, Ath. V, 276 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] faul machend, Fäulniß bewirkend; Medic.; Arist. H. A. 8, 29; auch = zur Verdauung beitragend, Ath. V, 276 d.
}}
{{elru
|elrutext='''σηπτικός:''' [[вызывающий нагноение]] ([[φάρμακον]] Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σηπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σηπτός]]<br />αυτός που προξενεί [[σήψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) μολυσμένος με μικρόβια («σηπτικό [[περιβάλλον]]»)<br />β) αυτός που οφείλεται σε [[σηψαιμία]] (α. «[[σηπτικός]] [[πυρετός]]» β. «σηπτική [[εμβολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σηπτικόν</i><br />το σηπτικόν [[φάρμακον]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σηπτικὸν [[φάρμακον]]» — [[ουσία]] η οποία διευκολύνει την [[πέψη]] τών τροφών β) «σηπτική [[κοιλία]]» — το [[στομάχι]], [[μέσα]] στο οποίο συντελείται η [[πέψη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον οισοφάγο.
|mltxt=-ή, -ό / [[σηπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σηπτός]]<br />αυτός που προξενεί [[σήψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) μολυσμένος με μικρόβια («σηπτικό [[περιβάλλον]]»)<br />β) αυτός που οφείλεται σε [[σηψαιμία]] (α. «[[σηπτικός]] [[πυρετός]]» β. «σηπτική [[εμβολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σηπτικόν</i><br />το σηπτικόν [[φάρμακον]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σηπτικὸν [[φάρμακον]]» — [[ουσία]] η οποία διευκολύνει την [[πέψη]] τών τροφών β) «σηπτική [[κοιλία]]» — το [[στομάχι]], [[μέσα]] στο οποίο συντελείται η [[πέψη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον οισοφάγο.
}}
{{elru
|elrutext='''σηπτικός:''' [[вызывающий нагноение]] ([[φάρμακον]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 15:37, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηπτικός Medium diacritics: σηπτικός Low diacritics: σηπτικός Capitals: ΣΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sēptikós Transliteration B: sēptikos Transliteration C: siptikos Beta Code: shptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, putrefactive, septic, -κὴ κοιλίη digestive stomach, opp. oesophagus, Hp.Anat.1; τὸ σ. (sc. φάρμακον) Arist.HA607a22, Thphr.HP9.16.5; σ. φάρμακον D.S.4.38: so σηπ-τήριον φ. Hp.Loc. Hom.38.

German (Pape)

[Seite 875] faul machend, Fäulniß bewirkend; Medic.; Arist. H. A. 8, 29; auch = zur Verdauung beitragend, Ath. V, 276 d.

Russian (Dvoretsky)

σηπτικός: вызывающий нагноение (φάρμακον Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

σηπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων σῆψιν, τὸ σηπτικὸν (ἐξυπακ. φάρμακον) Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3· σ. φάρμακον Διοδ. Ἐκλογ. 492. 49· - οὕτω, σηπτήριον φάρμακον Ἱππ. 420. 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σηπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σηπτός
αυτός που προξενεί σήψη
νεοελλ.
1. ιατρ. α) μολυσμένος με μικρόβια («σηπτικό περιβάλλον»)
β) αυτός που οφείλεται σε σηψαιμία (α. «σηπτικός πυρετός» β. «σηπτική εμβολή»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηπτικόν
το σηπτικόν φάρμακον
2. φρ. α) «σηπτικὸν φάρμακον» — ουσία η οποία διευκολύνει την πέψη τών τροφών β) «σηπτική κοιλία» — το στομάχι, μέσα στο οποίο συντελείται η πέψη, σε αντιδιαστολή προς τον οισοφάγο.