χρησμοσύνη: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> manque, besoin, indigence;<br /><b>2</b> désir d'acquérir, désir.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> manque, besoin, indigence;<br /><b>2</b> désir d'acquérir, désir.<br />'''Étymologie:''' [[χρησμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρησμοσύνη:'''<br /><b class="num">I</b> ἡ [[χράω]] III] предсказание, оракул: μετεῖναι τῆς χρησμοσύνης Her. пренебречь оракулом, по по друг. [[χράομαι]] I] отказаться от (чьих-л.) услуг.<br /><b class="num">II</b> ἡ [[χράω]] IV] недостаток, скудость Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρησμοσύνη:''' ἡ ([[χράομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], [[φτώχεια]], σε Τυρτ.<br /><b class="num">II.</b> πιεστική [[παράκληση]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''χρησμοσύνη:''' ἡ ([[χράομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], [[φτώχεια]], σε Τυρτ.<br /><b class="num">II.</b> πιεστική [[παράκληση]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χρησμοσύνη]], ἡ, [[χράομαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[need]], [[want]], [[poverty]], Tyrtae.<br /><b class="num">II.</b> [[importunity]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[χρησμοσύνη]], ἡ, [[χράομαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[need]], [[want]], [[poverty]], Tyrtae.<br /><b class="num">II.</b> [[importunity]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A need, want, poverty, Tyrt.10.8, A.R.2.473, Plot.1.8.5. 2 in mystical sense, opp. κόρος and corresponding to διακόσμησις, Heraclit.65, cf. Ph.1.89, 2.242, Plu.2.389c. II importunity, τῆς χ. μετίεσαν Hdt.9.33. III service, A.R.1.837.
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Mangel; Tyrt. 1, 8; κόρος καὶ χρησμοσύνη, Überfluß und Mangel. Heraclit. bei Philo; dah. auch Verlangen, Begehren, Wunsch, Her. 9, 33.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 manque, besoin, indigence;
2 désir d'acquérir, désir.
Étymologie: χρησμός.
Russian (Dvoretsky)
χρησμοσύνη:
I ἡ χράω III] предсказание, оракул: μετεῖναι τῆς χρησμοσύνης Her. пренебречь оракулом, по по друг. χράομαι I] отказаться от (чьих-л.) услуг.
II ἡ χράω IV] недостаток, скудость Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοσύνη: ἡ, ἀπορία, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ χρημοσύνη), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = διακόσμησις, ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. λιπαρία, λιπαρὴς παράκλησις, μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 (ἔνθα ὁ Schweigh. ἡμαρτημένως ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μαντοσύνη, ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Α
έλλειψη, χρεία
αρχ.
1. επίμονη παράκληση
2. υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο -σ-. Η σύνδεση του τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.].
Greek Monotonic
χρησμοσύνη: ἡ (χράομαι)·
I. ανάγκη, έλλειψη, φτώχεια, σε Τυρτ.
II. πιεστική παράκληση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
χρησμοσύνη, ἡ, χράομαι
I. need, want, poverty, Tyrtae.
II. importunity, Hdt.