ἀβροτάζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>sbj. ao. épq.</i> ἀβροτάξομεν;<br />s'égarer, se perdre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβροτεῖν]].
|btext=<i>sbj. ao. épq.</i> ἀβροτάξομεν;<br />s'égarer, se perdre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβροτεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβροτάζω:''' [[ἀμβροτεῖν]] и [[ἁμαρτεῖν]] (только conjct. aor. 1 act.) терять из виду: μή πως ἀβροτάξομεν ἀλλήλοιϊν Hom. чтобы нам не потерять друг друга.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβροτάζω:''' [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], με γεν.· μόνο στην υποτ. αορ. αʹ, [[μήπως]] ἀβροτάξομεν (Επικ. αντί <i>ἀβροτάξωμεν</i>) <i>ἀλλήλοιϊν</i>, ώστε να μην αστοχήσουμε ο [[ένας]] προς τον άλλον, σε Ομήρ. Ιλ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως τα <i>ἀμβροτ-εῖν</i>, <i>ἁμαρτ-εῖν</i>, με [[αποβολή]] του <i>μ</i>.).
|lsmtext='''ἀβροτάζω:''' [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], με γεν.· μόνο στην υποτ. αορ. αʹ, [[μήπως]] ἀβροτάξομεν (Επικ. αντί <i>ἀβροτάξωμεν</i>) <i>ἀλλήλοιϊν</i>, ώστε να μην αστοχήσουμε ο [[ένας]] προς τον άλλον, σε Ομήρ. Ιλ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως τα <i>ἀμβροτ-εῖν</i>, <i>ἁμαρτ-εῖν</i>, με [[αποβολή]] του <i>μ</i>.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβροτάζω:''' [[ἀμβροτεῖν]] и [[ἁμαρτεῖν]] (только conjct. aor. 1 act.) терять из виду: μή πως ἀβροτάξομεν ἀλλήλοιϊν Hom. чтобы нам не потерять друг друга.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβροτάζω Medium diacritics: ἀβροτάζω Low diacritics: αβροτάζω Capitals: ΑΒΡΟΤΑΖΩ
Transliteration A: abrotázō Transliteration B: abrotazō Transliteration C: avrotazo Beta Code: a)brota/zw

English (LSJ)

miss, c. gen., only in aor. 1 subj., μήπως ἀβροτάξομεν (Ep. for -ωμεν) ἀλλήλοιϊν Il.10.65:—Subst. ἀβρόταξις, εως, ἡ, error, Hsch., Eust.789.52: Adj. ἀβροτήμων, ον, erring, in Hsch., AB322. (For ἀμγτάζω, cf. ἀμβροτ-εῖν, ἁμαρτ-εῖν.)

German (Pape)

[Seite 5] verfehlen, nur Iliad. 19, 65 μή πως ἀβροτάξομεν ἀλλήλοιιν

French (Bailly abrégé)

sbj. ao. épq. ἀβροτάξομεν;
s'égarer, se perdre, gén..
Étymologie: ἀμβροτεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀβροτάζω: ἀμβροτεῖν и ἁμαρτεῖν (только conjct. aor. 1 act.) терять из виду: μή πως ἀβροτάξομεν ἀλλήλοιϊν Hom. чтобы нам не потерять друг друга.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβροτάζω: ἀποτυγχάνω, μετὰ γεν. Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατὰ ἀόρ. α΄ ὑπ. μήπως ἀβροτάξομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) ἀλλήλοιῑν, Ἰλ. Κ, 65. (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ἀμβροτεῖν, ἁμαρτεῖν, ἀποβληθέντος τοῦ μ, ὡς ἐν ταῖς λέξ. ἄμβροτος, ἄβροτος, ἀμπλακεῖν, ἀπλακεῖν πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ ἀμβρόσιος 7).

English (Autenrieth)

(ἀβροτεῖν, ἀμβροτεῖν, ἁμαρτεῖν): aor. subj. ἀβροτάξομεν, miss, w. gen., Il. 10.65.†

Greek Monotonic

ἀβροτάζω: αποτυγχάνω, αστοχώ, με γεν.· μόνο στην υποτ. αορ. αʹ, μήπως ἀβροτάξομεν (Επικ. αντί ἀβροτάξωμεν) ἀλλήλοιϊν, ώστε να μην αστοχήσουμε ο ένας προς τον άλλον, σε Ομήρ. Ιλ. (από την ίδια ρίζα όπως τα ἀμβροτ-εῖν, ἁμαρτ-εῖν, με αποβολή του μ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: miss (somebody)
Other forms: Only aor. subj. ἀβροτάξομεν Κ 65.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἤμβροτον, the aor. of ἁμαρτάνω? (Artificial?) archaism of the Doloneia? -βρ- for -μβρ- m.c.?

Middle Liddell

[From same Root with ἀμβροτεῖν, ἁμαρτεῖν, μ being rejected.]
to miss, c. gen., only in aor1 subj., μήπως ἀβροτάξομεν (epic for -ωμεν) ἀλλήλοιϊν that we may not miss one another, Il.

Frisk Etymology German

ἀβροτάζω: {abrotázō}
Forms: nur Konj. Aor. ἀβροτάξομεν Κ 65.
Grammar: v.
Meaning: ‘jemanden verfehlen’
Derivative: Abl. ἀβρόταξις H., Eust.
Etymology: Vielleicht nur metrisch bedingte Umbildung von *ἀβροτῶμεν (Schwyzer Mél. Pedersen 70). S. ἁμαρτάνω. Zu -βρ- für -μβρ- s. Schwyzer 277.
Page 1,5