ἀνατροπή: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />renversement, destruction.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνατρέπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />renversement, destruction.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνατρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[опрокидывание]], [[крушение]] (πλοίου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрушение]], [[уничтожение]] (δωμάτων Aesch.; οἴκων Plat.; μεγίστων πραγμάτων Plut.): κριοὶ πρὸς ἀνατροπὴν τειχῶν Diod. стеноломные тараны.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατροπή:''' ἡ ([[ἀνατρέπω]]), [[αναποδογύρισμα]], [[ανακάτεμα]], [[ανατροπή]], ανατάραξη, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνατροπή:''' ἡ ([[ἀνατρέπω]]), [[αναποδογύρισμα]], [[ανακάτεμα]], [[ανατροπή]], ανατάραξη, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[опрокидывание]], [[крушение]] (πλοίου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрушение]], [[уничтожение]] (δωμάτων Aesch.; οἴκων Plat.; μεγίστων πραγμάτων Plut.): κριοὶ πρὸς ἀνατροπὴν τειχῶν Diod. стеноломные тараны.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνατρέπω]]<br />an upsetting, [[overthrow]], Aesch., Plat.
|mdlsjtxt=[[ἀνατρέπω]]<br />an upsetting, [[overthrow]], Aesch., Plat.
}}
}}

Revision as of 17:52, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατροπή Medium diacritics: ἀνατροπή Low diacritics: ανατροπή Capitals: ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Transliteration A: anatropḗ Transliteration B: anatropē Transliteration C: anatropi Beta Code: a)natroph/

English (LSJ)

ἡ, A capsizing, [τοῦ πλοίου] Arist.Metaph.1013b14. 2 overthrow, ruin, ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, A.Eu.355, Pl.Prt.325c; ἀ. βίων Clearch.10. 3 pouring out, of drink, LXX Hg.2.15. 4 upsetting, στομάχου Sor.1.27, Asclep.Jun. ap. Gal.13.140; ἀ. ναυτιώδεις Plu.2.442f. 5 refutation, Str.2.1.22, Hermog.Prog.5. 6 annulment, Just.Nov.2.2Intr.; undoing, ἐπ' -ῇ τῆς νοήσεως τοῦ θεοῦ Phld.D.3.7. 7 raising of body, Cass.Fel.82.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I c. idea de dar la vuelta o hacia abajo
1 vuelco de naves, Arist.Metaph.1013b14
acción de dar la vuelta a un enfermo, Cass.Fel.82
fig. ruina, hundimiento δωμάτων A.Eu.355
subversión τῶν νόμων S.E.M.2.38, cf. Ph.2.565, τῶν δογμάτων Chrysipp.Stoic.3.125, βίων Clearch.47, cf. Pl.Prt.325c, PFouad 87.13 (VI d.C.), PCair.Isidor.68.4, 21 (VI d.C.), 79.18 (VI d.C.), POxy.130.19 (VI d.C.).
2 medic. trastorno στομάχου Sor.18.7, cf. Asclep.Iun. en Gal.13.140.
3 acción de verter un líquido, LXX Hb.2.15.
II 1eliminación, supresión τῆς νοήσεως τοῦ θεοῦ Phld.D.3.col.7.32, τῆς ἐπιθυμίας Ph.1.589
abs. anulación Iust.Nou.2.2.
2 refutación de un argumento, Str.2.1.22, Ammon.Diff.44.

German (Pape)

[Seite 212], ἡ Umsturz, Zerstörung, δωμάτων Aesch. Eum. 335; οἴκων Plat. Prot. 325 c; νόμων D. Hal. 9, 44; bei den Rhetoren, Widerlegung.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
renversement, destruction.
Étymologie: ἀνατρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατροπή:
1) опрокидывание, крушение (πλοίου Arst.);
2) разрушение, уничтожение (δωμάτων Aesch.; οἴκων Plat.; μεγίστων πραγμάτων Plut.): κριοὶ πρὸς ἀνατροπὴν τειχῶν Diod. стеноломные тараны.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροπή: ἡ, τὸ «ἀναποδογύρισμα», τοῦ πλοίου Ἀριστ. Μεταφ. 4. 2, 5. 2) ἀνατροπαὶ δωμάτων, οἴκων, ἡ καταστροφὴ αὐτῶν, ἡ κατάπτωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 355, Πλάτ. Πρωτ. 325C. ― προσέτι = ἀνασκευή, «ἀνασκευή ἐστιν ἀνατροπὴ τοῦ προταθέντος πράγματος» Ἑρμογεν. Προγυμν. Ρήτορες Valz. τόμ. Αϳ, σ. 27.

Greek Monolingual

η (AM ἀνατροπή)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, αναποδογύρισμα
νεοελλ.
1. εξαφάνιση γενόμενης διαδικασίας, μετά παρέλευση διετίας
2. αντιστροφή, μεταβολή της τάξης του πλου, ώστε αυτός που πλέει επικεφαλής να γίνει ουραγός και το αντίστροφο
αρχ.
1. αφανισμός, καταστροφή
2. ανασκευή, αναίρεση.

Greek Monotonic

ἀνατροπή: ἡ (ἀνατρέπω), αναποδογύρισμα, ανακάτεμα, ανατροπή, ανατάραξη, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Middle Liddell

ἀνατρέπω
an upsetting, overthrow, Aesch., Plat.