ἀποσκορακίζω: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποσκορακιῶ;<br />envoyer aux corbeaux <i>(cf. fr. « au diable »)</i>, chasser avec colère <i>ou</i> mépris.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], locut. [[ἐς]] κόρακας, suff. -ίζω ; cf. [[σκορακίζω]].
|btext=<i>f.</i> ἀποσκορακιῶ;<br />envoyer aux corbeaux <i>(cf. fr. « au diable »)</i>, chasser avec colère <i>ou</i> mépris.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], locut. [[ἐς]] κόρακας, suff. -ίζω ; cf. [[σκορακίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκορᾰκίζω:''' [[отвергать с гневом]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκορακίζω]]) [[σκορακίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], [[στέλνω]] [[κατά]] διαβόλου<br /><b>2.</b> (για αρχαία [[κείμενα]]) [[αποβάλλω]], [[απορρίπτω]] όσα δεν [[θεωρώ]] γνήσια χωρία, [[εξοβελίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στέλνω]] κάποιον στον διάβολο, [[αναθεματίζω]], [[καταριέμαι]], [[βλαστημώ]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκορακίζω]]) [[σκορακίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διώχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], [[στέλνω]] [[κατά]] διαβόλου<br /><b>2.</b> (για αρχαία [[κείμενα]]) [[αποβάλλω]], [[απορρίπτω]] όσα δεν [[θεωρώ]] γνήσια χωρία, [[εξοβελίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[στέλνω]] κάποιον στον διάβολο, [[αναθεματίζω]], [[καταριέμαι]], [[βλαστημώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκορᾰκίζω:''' [[отвергать с гневом]] Plut.
}}
}}

Revision as of 18:11, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκορᾰκίζω Medium diacritics: ἀποσκορακίζω Low diacritics: αποσκορακίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΟΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: aposkorakízō Transliteration B: aposkorakizō Transliteration C: aposkorakizo Beta Code: a)poskoraki/zw

English (LSJ)

(ἐς κόρακας) wish one far enough, curse, damn, LXX Is.17.13, Plu.2.740a, Alciphr.1.38, Iamb.VP25.112.

Spanish (DGE)

1 enviar a los cuervos, rechazar, mandar a paseo αὐτόν LXX Is.17.13, με LXX Ps.26.9, cf. Ach.Tat.8.17.7, Plu.2.740a, Them.Or.26.329c, τὸ πλῆθος Procl.in Alc.256.1, ἀργύριον Alciphr.4.11.5, τὰ μαθήματα Alex.Aphr.in Metaph.739.21, τὴν τοῦ Πυθαγόρου συντυχίαν Iambl.VP 112, cf. Hsch.
2 de tropas licenciar LXX 1Ma.11.55.

German (Pape)

[Seite 325] (ἐς κόρακας ἀποπέμπειν), Einen zum Henker, an den Galgen schicken, Plut. Symp. 9, 5, 1; Alciphr. 1, 38 u. Sp., wie Liban. progymn. myth. 1.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσκορακιῶ;
envoyer aux corbeaux (cf. fr. « au diable »), chasser avec colère ou mépris.
Étymologie: ἀπό, locut. ἐς κόρακας, suff. -ίζω ; cf. σκορακίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκορᾰκίζω: отвергать с гневом Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκορᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), πέμπω εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», ἀποδιώκω ὥστε νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκορακίζω) σκορακίζω
νεοελλ.
1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου
2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω
αρχ.-μσν.
στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ.