ἀρτιτρεφής: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />que l'on nourrit encore, encore à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[τρέφω]]. | |btext=ής, ές :<br />que l'on nourrit encore, encore à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[τρέφω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτιτρεφής:''' [[новорожденный]]: βλαχαὶ ἀρτιτρεφεῖς Aesch. крики младенцев. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτιτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που [[μόλις]] άρχισε να τρέφεται, <i>ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί</i>, [[κλαψούρισμα]] μικρών παιδιών, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀρτιτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που [[μόλις]] άρχισε να τρέφεται, <i>ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί</i>, [[κλαψούρισμα]] μικρών παιδιών, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />[[just]] nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of [[young]] children, Aesch. | |mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />[[just]] nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of [[young]] children, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί wailings of young children, A.Th. 350 cod. Med. (v.l. ἀρτιβρεφεῖς).
Spanish (DGE)
-ές
que apenas empieza a criarse, propio de un crío βλαχαί vagidos infantiles A.Th.351, cf. Sch.A.A.724a (p.158S.).
German (Pape)
[Seite 362] ές, was noch genährt wird, neugeboren, Aesch. Spt. 332, mit der v.l. αρτιβρεφής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
que l'on nourrit encore, encore à la mamelle.
Étymologie: ἄρτι, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιτρεφής: новорожденный: βλαχαὶ ἀρτιτρεφεῖς Aesch. крики младенцев.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιτρεφής: -ές, ὁ ἄρτι τρεφόμενος, ὁ πρὸ μικροῦ θηλάζων, ἐπὶ νεογνοῦ, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται, «ἀρτιτρεφεῖς· ἀρτιτρεφῶν, ἤτοι νεογνῶν, ἔδει εἰπεῖν πρὸς τὸ μαστιδίων, ἐπήνεγκε δὲ πρὸς τὸ βληχαί, αἵτινες τῶν νηπίων ἦσαν» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 350 (κατὰ τὸν Μεδ. Κώδικα)· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἀρτιβρεφεῖς: ὁ Schütz διορθοῖ ἄρτι βρεφῶν.
Greek Monolingual
ἀρτιτρεφής, -ές (Α)
αυτός που μόλις τώρα άρχισε να τρέφεται με μητρικό γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + τρεφής < τρέφω (πρβλ. αλιτρεφής, απαλοτρεφής)].
Greek Monotonic
ἀρτιτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που μόλις άρχισε να τρέφεται, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί, κλαψούρισμα μικρών παιδιών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τρέφω
just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of young children, Aesch.