ἀχηνία: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de ; <i>au plur.</i> ὀμμάτων [[ἐν]] ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀχήν]].
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de ; <i>au plur.</i> ὀμμάτων [[ἐν]] ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀχήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχηνία:''' (ᾰ) ἡ недостаток, отсутствие (χρημάτων Aesch.; [[φίλων]] Arph.): ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις Aesch. (о статуе) в невидящих глазах.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχηνία:''' ἡ, [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], <i>χρημάτων</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὀμμάτων ἀχηνίαις</i>, το [[κενό]] [[βλέμμα]] των ματιών, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀχηνία:''' ἡ, [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], <i>χρημάτων</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὀμμάτων ἀχηνίαις</i>, το [[κενό]] [[βλέμμα]] των ματιών, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχηνία:''' (ᾰ) ἡ недостаток, отсутствие (χρημάτων Aesch.; [[φίλων]] Arph.): ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις Aesch. (о статуе) в невидящих глазах.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχηνία Medium diacritics: ἀχηνία Low diacritics: αχηνία Capitals: ΑΧΗΝΙΑ
Transliteration A: achēnía Transliteration B: achēnia Transliteration C: achinia Beta Code: a)xhni/a

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, need, want, χρημάτων A.Ch.301; φίλων ἀχηνία Ar. Fr.20, cf. 1 D.; ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις in the eyes' blank gaze, A.Ag. 418 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
penuria, carencia χρημάτων A.Ch.301, φίλων Ar.Fr.20, cf. Hsch.
fig. ausencia ὀμμάτων de la mirada perdida, A.A.418.
• Etimología: v. ἀχήν.

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, Armuth. Mangel, ὀμμάτων Aesch. Ag. 407; χρημάτων Ch. 299; φίλων Ar. fr. 91.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de ; au plur. ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.
Étymologie: ἀχήν.

Russian (Dvoretsky)

ἀχηνία: (ᾰ) ἡ недостаток, отсутствие (χρημάτων Aesch.; φίλων Arph.): ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις Aesch. (о статуе) в невидящих глазах.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχηνία: ἡ, ἔνδεια, ἀνέχεια, ἔλλειψις, χρεία, χρημάτων Αἰσχύλ. Χο. 301· φίλων ἀχηνίᾳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ὀμμάτων ἀχηνίαις, ἐλλείψει ζώντων ὀμμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419.

Greek Monolingual

ἀχηνία, η (Α)
έλλειψη, ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχήν. Το του τ. ᾰχηνία οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του - στερητικού)].

Greek Monotonic

ἀχηνία: ἡ, ανάγκη, έλλειψη, χρημάτων, σε Αισχύλ.· ὀμμάτων ἀχηνίαις, το κενό βλέμμα των ματιών, στον ίδ.

Middle Liddell


need, want, χρημάτων Aesch.; ὀμμάτων ἀχηνίαις in the eyes blank gaze, Aesch.

English (Woodhouse)

lack

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)