ἀχηνία: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de ; <i>au plur.</i> ὀμμάτων [[ἐν]] ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀχήν]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />manque de ; <i>au plur.</i> ὀμμάτων [[ἐν]] ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀχήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχηνία:''' (ᾰ) ἡ недостаток, отсутствие (χρημάτων Aesch.; [[φίλων]] Arph.): ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις Aesch. (о статуе) в невидящих глазах. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχηνία:''' ἡ, [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], <i>χρημάτων</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὀμμάτων ἀχηνίαις</i>, το [[κενό]] [[βλέμμα]] των ματιών, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀχηνία:''' ἡ, [[ανάγκη]], [[έλλειψη]], <i>χρημάτων</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὀμμάτων ἀχηνίαις</i>, το [[κενό]] [[βλέμμα]] των ματιών, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:40, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, need, want, χρημάτων A.Ch.301; φίλων ἀχηνία Ar. Fr.20, cf. 1 D.; ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις in the eyes' blank gaze, A.Ag. 418 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
penuria, carencia χρημάτων A.Ch.301, φίλων Ar.Fr.20, cf. Hsch.
•fig. ausencia ὀμμάτων de la mirada perdida, A.A.418.
• Etimología: v. ἀχήν.
German (Pape)
[Seite 418] ἡ, Armuth. Mangel, ὀμμάτων Aesch. Ag. 407; χρημάτων Ch. 299; φίλων Ar. fr. 91.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de ; au plur. ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.
Étymologie: ἀχήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀχηνία: (ᾰ) ἡ недостаток, отсутствие (χρημάτων Aesch.; φίλων Arph.): ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις Aesch. (о статуе) в невидящих глазах.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχηνία: ἡ, ἔνδεια, ἀνέχεια, ἔλλειψις, χρεία, χρημάτων Αἰσχύλ. Χο. 301· φίλων ἀχηνίᾳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ὀμμάτων ἀχηνίαις, ἐλλείψει ζώντων ὀμμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419.
Greek Monolingual
ἀχηνία, η (Α)
έλλειψη, ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχήν. Το ᾰ του τ. ᾰχηνία οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του ᾰ- στερητικού)].
Greek Monotonic
ἀχηνία: ἡ, ανάγκη, έλλειψη, χρημάτων, σε Αισχύλ.· ὀμμάτων ἀχηνίαις, το κενό βλέμμα των ματιών, στον ίδ.
Middle Liddell
need, want, χρημάτων Aesch.; ὀμμάτων ἀχηνίαις in the eyes blank gaze, Aesch.