ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=dévider, défiler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πηνίζομαι]]. | |btext=dévider, défiler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πηνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπηνίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[разматывать]], [[тянуть нить]], [[прясть]] (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπηνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>· [[γνέθω]], [[πλέκω]], [[κλώθω]]· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐκπηνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>· [[γνέθω]], [[πλέκω]], [[κλώθω]]· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br />to [[spin]] out:—metaph., of an [[advocate]], [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]] [[will]] [[wind]] these things out of him, Ar. | |mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br />to [[spin]] out:—metaph., of an [[advocate]], [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]] [[will]] [[wind]] these things out of him, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 3 October 2022
English (LSJ)
fut. -ιοῦμαι, spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2: metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.
Spanish (DGE)
devanar, desenrollar el hilo (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.Pr.947b2, cf. Paus.Gr.ε 26
•fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto dicho de Cleón, Ar.Ra.578.
German (Pape)
[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.
French (Bailly abrégé)
dévider, défiler.
Étymologie: ἐκ, πηνίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπηνίζομαι:
1) разматывать, тянуть нить, прясть (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);
2) перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
Greek Monolingual
ἐκπηνίζομαι (Α)
1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή
2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό
3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα.
Greek Monotonic
ἐκπηνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι· γνέθω, πλέκω, κλώθω· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. attic -ιοῦμαι
to spin out:—metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.