ἐπίσσυτος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jaillit avec force ; violent, soudain;<br /><b>2</b> qui fond sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισσεύω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jaillit avec force ; violent, soudain;<br /><b>2</b> qui fond sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισσεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίσσῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неудержимый]], [[стремительный]] (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[бурно вторгающийся]], [[внезапный]] ([[φάμα]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίσσῠτος:''' -ον ([[ἐπέσσυμαι]], παρακ. του [[ἐπισεύω]]), [[ορμητικός]], αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με [[ορμή]], λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· [[βίαιος]], [[αιφνίδιος]], λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., [[ορμητικός]], [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐπίσσῠτος:''' -ον ([[ἐπέσσυμαι]], παρακ. του [[ἐπισεύω]]), [[ορμητικός]], αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με [[ορμή]], λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· [[βίαιος]], [[αιφνίδιος]], λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., [[ορμητικός]], [[τὰς]] φρένας, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπίσσῠτος, ον [[ἐπέσσυμαι]],] perf. of [[ἐπισεύω]]<br />[[rushing]], [[gushing]], of tears, Aesch.: [[violent]], [[sudden]], of misfortunes, Aesch.: c. acc. [[rushing]] [[upon]], τὰς φρένας Eur. | |mdlsjtxt=ἐπίσσῠτος, ον [[ἐπέσσυμαι]],] perf. of [[ἐπισεύω]]<br />[[rushing]], [[gushing]], of tears, Aesch.: [[violent]], [[sudden]], of misfortunes, Aesch.: c. acc. [[rushing]] [[upon]], τὰς φρένας Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ον (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) rushing, gushing, κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; violent, sudden, δύαι ib.1150 (lyr.); βίου τύχαι Id.Eu.924 (lyr.); φήμα E.Hipp.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 981] (ἐπισεύω), herzueilend, herandringend, schnell eintretend, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαί Aesch. Ag. 861, vgl. 1121; βίου τύχαι Eum. 883; Eur. Hipp. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jaillit avec force ; violent, soudain;
2 qui fond sur, acc..
Étymologie: ἐπισσεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσσῠτος:
1) неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);
2) бурно вторгающийся, внезапный (φάμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσσῠτος: -ον, (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· βίαιος, αἰφνίδιος, δύαι αὐτόθι 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., ὁρμητικός, φρένας ἐπίσσυτος Εὐρ. Ἱππ. 574.
Greek Monolingual
ἐπίσσυτος, -ον (Α) επισεύομαι
1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπίσσῠτος: -ον (ἐπέσσυμαι, παρακ. του ἐπισεύω), ορμητικός, αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με ορμή, λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· βίαιος, αιφνίδιος, λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., ορμητικός, τὰς φρένας, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐπίσσῠτος, ον ἐπέσσυμαι,] perf. of ἐπισεύω
rushing, gushing, of tears, Aesch.: violent, sudden, of misfortunes, Aesch.: c. acc. rushing upon, τὰς φρένας Eur.