ἐπιγαμέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> épouser une seconde femme;<br /><b>2</b> donner une belle-mère : τέκνοις EUR, παισί PLUT à ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γαμέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> épouser une seconde femme;<br /><b>2</b> donner une belle-mère : τέκνοις EUR, παισί PLUT à ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γαμέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγαμέω:''' [[вступать во второй брак]]: ἡ ἐπιγαμηθεῖσα и ἐπιγεγαμημένη Plut. вторая жена; ἐ. πόσει πόσιν Eur. вторично выходить замуж; ἐ. μητρυιὰν τοῖς τέκνοις Eur. вводить в дом мачеху для своих детей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγᾰμέω:''' μέλ. <i>-γαμέσω</i>, Αττ. <i>-γᾰμῶ</i>· κάνω δεύτερο γάμο, <i>ἐπ. πόσει πόσιν</i>, παντρεύομαι ένα σύζυγο [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], σε Ευρ.· <i>ἐπ. τέκνοις μητρυιάν</i>, νυμφεύομαι και [[φέρνω]] [[μητριά]] στα [[παιδιά]] μου, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιγᾰμέω:''' μέλ. <i>-γαμέσω</i>, Αττ. <i>-γᾰμῶ</i>· κάνω δεύτερο γάμο, <i>ἐπ. πόσει πόσιν</i>, παντρεύομαι ένα σύζυγο [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], σε Ευρ.· <i>ἐπ. τέκνοις μητρυιάν</i>, νυμφεύομαι και [[φέρνω]] [[μητριά]] στα [[παιδιά]] μου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγαμέω:''' [[вступать во второй брак]]: ἡ ἐπιγαμηθεῖσα и ἐπιγεγαμημένη Plut. вторая жена; ἐ. πόσει πόσιν Eur. вторично выходить замуж; ἐ. μητρυιὰν τοῖς τέκνοις Eur. вводить в дом мачеху для своих детей.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -γαμέσω [[attic]] -γᾰμῶ<br />to [[marry]] [[besides]], ἐπ. πόσει πόσιν to wed one [[husband]] [[after]] [[another]], Eur.; ἐπ. τέκνοις μητρυιάν to [[marry]] and set a [[step]]-[[mother]] [[over]] one's children, Eur.
|mdlsjtxt=fut. -γαμέσω [[attic]] -γᾰμῶ<br />to [[marry]] [[besides]], ἐπ. πόσει πόσιν to wed one [[husband]] [[after]] [[another]], Eur.; ἐπ. τέκνοις μητρυιάν to [[marry]] and set a [[step]]-[[mother]] [[over]] one's children, Eur.
}}
}}

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγᾰμέω Medium diacritics: ἐπιγαμέω Low diacritics: επιγαμέω Capitals: ΕΠΙΓΑΜΕΩ
Transliteration A: epigaméō Transliteration B: epigameō Transliteration C: epigameo Beta Code: e)pigame/w

English (LSJ)

marry besides, ἐ. πόσει πόσιν wed one husband after another, E.Or.589; τῇ θυγατρὶ ἐ. τὴν μητέρα marry the mother after the daughter, And.1.128; ἐ. τέκνοις μητρυιάν marry and set a stepmother over one's children, E.Alc.305, cf. Plu.Cat.Ma. 24; ἡ ἐπιγαμηθεῖσα γυνή the second wife, D.S.16.93, cf. Plu.Them. 32.

German (Pape)

[Seite 931] (s. γαμέω), dazu, d. i. eine zweite Frau heirathen; ἐκ τῆς ἐπιγαμηθείσης γενόμενος, von der zweiten Frau, Plut. Them. 32; ἐπέγημε τῇ θυγατρὶ τὴν μητέρα, er heirathete außer der Tochter noch die Mutter dazu, Andoc. 1, 128; auch von der Frau, πόσει πόσιν, noch einen zweiten Gatten heirathen, Eur. Or. 589; bes. den Kindern der ersten Ehe eine Stiefmutter durch eine zweite Heirath zubringen, μἠπιγήμῃς τοῖσδε μητρυιὰν τέκνοις Eur. Alc. 305; τοῖς εὐηλίκοις παισί τινα Plut. Cat. mai. 24; Compar. Arist. et Cat. 6; vgl. D. Sic. 16, 93.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 épouser une seconde femme;
2 donner une belle-mère : τέκνοις EUR, παισί PLUT à ses enfants.
Étymologie: ἐπί, γαμέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγαμέω: вступать во второй брак: ἡ ἐπιγαμηθεῖσα и ἐπιγεγαμημένη Plut. вторая жена; ἐ. πόσει πόσιν Eur. вторично выходить замуж; ἐ. μητρυιὰν τοῖς τέκνοις Eur. вводить в дом мачеху для своих детей.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγᾰμέω: μέλλ. Ἀττ. ὡς ὁ ἐνεστ. -γᾰμῶ, μεταγ. -γαμήσω:-δεύτερον γάμον ποιοῦμαι, ἔρχομαι εἰς δεύτερον γάμον, οὐ γὰρ ἐπεγάμει πόσει πόσιν Εὐρ. Ὀρ. 589· ἐπ. τὴν μητέρα τῇ θυγατρί, νυμφεύομαι τὴν μητέρα μετὰ τὴν θυγατέρα, Ἀνδοκ. 16. 46· ἐπ. τέκνοις μητρυιάν, νυμφεύομαι καὶ εἰσάγω μητρυιὰν εἰς τὰ τέκνα μου, Εὐρ. Ἄλκ. 305, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Πρεσβύτ. 24· ἡ ἐπιγαμηθεῖσα, ἡ δευτέρα σύζυγος, Διόδ. 16. 93, Πλουτ. Θεμ. 32.

Greek Monotonic

ἐπιγᾰμέω: μέλ. -γαμέσω, Αττ. -γᾰμῶ· κάνω δεύτερο γάμο, ἐπ. πόσει πόσιν, παντρεύομαι ένα σύζυγο μετά από κάποιον άλλο, σε Ευρ.· ἐπ. τέκνοις μητρυιάν, νυμφεύομαι και φέρνω μητριά στα παιδιά μου, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -γαμέσω attic -γᾰμῶ
to marry besides, ἐπ. πόσει πόσιν to wed one husband after another, Eur.; ἐπ. τέκνοις μητρυιάν to marry and set a step-mother over one's children, Eur.