ἐρόεις: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρος]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρόεις:''' όεσσα, όεν, gen. εντος прелестный, восхитительный ([[σπεῖος]] HH; Ἱπποθόη Hes.; [[λειμών]] Arph.): φυὴν ἐρόεσσα HH прелестная наружностью, очаровательная.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρόεις:''' -εσσα, -εν ([[ἔρος]]), ποιητ., [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]], [[εράσμιος]], [[αγαπητός]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐρόεις:''' -εσσα, -εν ([[ἔρος]]), ποιητ., [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]], [[εράσμιος]], [[αγαπητός]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρόεις:''' όεσσα, όεν, gen. εντος прелестный, восхитительный ([[σπεῖος]] HH; Ἱπποθόη Hes.; [[λειμών]] Arph.): φυὴν ἐρόεσσα HH прелестная наружностью, очаровательная.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρόεις]], εσσα, εν [[ἔρος]]<br />poet., [[lovely]], [[charming]], Hes., etc.
|mdlsjtxt=[[ἐρόεις]], εσσα, εν [[ἔρος]]<br />poet., [[lovely]], [[charming]], Hes., etc.
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρόεις Medium diacritics: ἐρόεις Low diacritics: ερόεις Capitals: ΕΡΟΕΙΣ
Transliteration A: eróeis Transliteration B: eroeis Transliteration C: eroeis Beta Code: e)ro/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (ἔρος) poet., lovely, charming, Ἁλίη Hes.Th.245, cf. h.Ven.263,h.Merc.31; βῶμος Sapph.54, cf. Ar.Av.246(lyr.); Νημερτής Emp.122.4; Ἑλένης τύπος APl.4.149 (Arab.).

German (Pape)

[Seite 1033] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 (Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
aimable.
Étymologie: ἔρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος прелестный, восхитительный (σπεῖος HH; Ἱπποθόη Hes.; λειμών Arph.): φυὴν ἐρόεσσα HH прелестная наружностью, очаровательная.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρόεις: εσσα, εν, (ἔρος), ποιητ., πλήρης ἔρωτος, θελκτικός, χαρίεις, Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· ὡσαύτως ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248.

Greek Monolingual

ἐρόεις, -εσσα, -εν, (ποιητ. τ.) (Α) έρος
αξιέραστος, γεμάτος έρωτα, θελκτικός, γοητευτικός («χαῑρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.).

Greek Monotonic

ἐρόεις: -εσσα, -εν (ἔρος), ποιητ., θελκτικός, γοητευτικός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἐρόεις, εσσα, εν ἔρος
poet., lovely, charming, Hes., etc.