ἡμερολόγιον: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />calendrier.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἡμερολεγδόν]], [[ἡμερολογέω]].
|btext=ου (τό) :<br />calendrier.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἡμερολεγδόν]], [[ἡμερολογέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερολόγιον:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἡμερολογεῖον]] τό календарь Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερολόγιον:''' τό ([[λέγω]]), το [[βιβλίο]] στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η [[κάθε]] [[ημέρα]] ξεχωριστά, το [[ημερολόγιο]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἡμερολόγιον:''' τό ([[λέγω]]), το [[βιβλίο]] στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η [[κάθε]] [[ημέρα]] ξεχωριστά, το [[ημερολόγιο]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερολόγιον:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἡμερολογεῖον]] τό календарь Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμερο]]-[[λόγιον]], ου, τό, [[λέγω]]<br />a calendar, Plut.
|mdlsjtxt=[[ἡμερο]]-[[λόγιον]], ου, τό, [[λέγω]]<br />a calendar, Plut.
}}
}}

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολόγιον Medium diacritics: ἡμερολόγιον Low diacritics: ημερολόγιον Capitals: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Transliteration A: hēmerológion Transliteration B: hēmerologion Transliteration C: imerologion Beta Code: h(merolo/gion

English (LSJ)

τό, A calendar, Plu. Caes.59 (v.l. -λογεῖον):—also ἡμερο-λογικά, τά, Ptol.Phas.p.11 H. II -λόγιον, τό,= μέρος τι τῶν περὶ τὴν κύστιν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1166] τό, Tageberechnung, Kalender, Plut. Caes. 59, v.l. ἡμερολογεῖον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
calendrier.
Étymologie: cf. ἡμερολεγδόν, ἡμερολογέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολόγιον: v.l. ἡμερολογεῖον τό календарь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολόγιον: τό, βιβλίον ἐν ᾧ ἀναγράφονται αἱ ἡμέραι, «καλανδάρι», Πλούτ. Καίσ. 59 (διάφ. γραφὴ -λογεῖονὡσαύτως ἡμερο-λογικά, τά, Πτολεμ. ἐν Fabric. B. Gr. 2. 431.

Greek Monotonic

ἡμερολόγιον: τό (λέγω), το βιβλίο στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η κάθε ημέρα ξεχωριστά, το ημερολόγιο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἡμερο-λόγιον, ου, τό, λέγω
a calendar, Plut.