ἰαμβεῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />iambique.<br />'''Étymologie:''' [[ἴαμβος]].
|btext=ος, ον :<br />iambique.<br />'''Étymologie:''' [[ἴαμβος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰαμβεῖος:''' [[ямбический]] ([[μέτρον]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰαμβεῖος:''' -ον ([[ἴαμβος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιαμβικός]], [[μέτρον]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[ἰαμβεῖον]], <i>τό</i>, [[ιαμβικός]] [[στίχος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ιαμβικό μέτρο, σε Αριστ.
|lsmtext='''ἰαμβεῖος:''' -ον ([[ἴαμβος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιαμβικός]], [[μέτρον]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[ἰαμβεῖον]], <i>τό</i>, [[ιαμβικός]] [[στίχος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ιαμβικό μέτρο, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰαμβεῖος:''' [[ямбический]] ([[μέτρον]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰαμβεῖος]], ον [[ἴαμβος]]<br /><b class="num">I.</b> iambic, [[μέτρον]] Arist.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ἰαμβεῖον]], ου, τό, an iambic [[verse]], Ar., Plat.<br /><b class="num">2.</b> iambic [[metre]], Arist.
|mdlsjtxt=[[ἰαμβεῖος]], ον [[ἴαμβος]]<br /><b class="num">I.</b> iambic, [[μέτρον]] Arist.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ἰαμβεῖον]], ου, τό, an iambic [[verse]], Ar., Plat.<br /><b class="num">2.</b> iambic [[metre]], Arist.
}}
}}

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβεῖος Medium diacritics: ἰαμβεῖος Low diacritics: ιαμβείος Capitals: ΙΑΜΒΕΙΟΣ
Transliteration A: iambeîos Transliteration B: iambeios Transliteration C: iamveios Beta Code: i)ambei=os

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἴαμβος) A iambic, μέτρον Arist.Po.1448b31. II as substantive ἰαμβεῖον, τό, iambic verse, Ar.Ra.1133, 1204, Pl.R.602b, Arist.Po.1458b19, Sammelb.6308(iii B.C.), etc.: in plural, iambic poem, Luc.Salt.27: generally, verse, line, Ath.8.355a (of anapaests). 2 iambic metre, Arist.Rh.1404a31.

German (Pape)

[Seite 1232] jambisch, z. B. ἰαμβεῖον μέτρον Arist. poet. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.

Russian (Dvoretsky)

ἰαμβεῖος: ямбический (μέτρον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβεῖος: -ον, (ἴαμβος) ἰαμβικός, μέτρον Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἰαμβεῖον, τό, ἰαμβικὸς στίχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1133, 1204, Πλάτ. Πολ. 602Β, Ἀριστ., κλ.· ἐν τῷ πληθ., ἰαμβικὸν ποίημα, Λουκ. π. Ὀρχ. 27· καθόλου, στίχος, Ἀθήν. 355Α. 2) ἰαμβικὸν μέτρον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) ίαμβος
το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν)
ο ιαμβικός στίχος
αρχ.
1. ιαμβικός («ἰαμβεῖον... μέτρον», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῖον
το ιαμβικό μέτρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῖα
τα ιαμβικά ποιήματα.

Greek Monotonic

ἰαμβεῖος: -ον (ἴαμβος
I. ιαμβικός, μέτρον, σε Αριστοφ.
II. 1. ως ουσ., ἰαμβεῖον, τό, ιαμβικός στίχος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ιαμβικό μέτρο, σε Αριστ.

Middle Liddell

ἰαμβεῖος, ον ἴαμβος
I. iambic, μέτρον Arist.
II. as substantive, ἰαμβεῖον, ου, τό, an iambic verse, Ar., Plat.
2. iambic metre, Arist.