ἱππιοχάρμης: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui combat du haut d’un char;<br /><b>2</b> qui combat à cheval;<br /><b>3</b> <i>adj.</i> ἱππιοχάρμαι κλόνοι ESCHL tumulte d’un combat de chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππιος]], [[χάρμη]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui combat du haut d’un char;<br /><b>2</b> qui combat à cheval;<br /><b>3</b> <i>adj.</i> ἱππιοχάρμαι κλόνοι ESCHL tumulte d’un combat de chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππιος]], [[χάρμη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππιοχάρμης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[конный]], [[кавалерийский]]: ἱππιοχάρμεις κλόνοι Aesch. шум (сумятица) конного сражения;<br /><b class="num">2)</b> [[сражающийся с боевой колесницы]], [[конеборец]] (Τρώϊλος Hom.).<br />ου ὁ наездник, всадник, конный боец Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππιοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πολεμά από [[άρμα]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[ιππέας]], [[αναβάτης]], [[καβαλάρης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἱππ. κλόνοι</i>, ο [[θόρυβος]] της συμπλοκής ιππέων, στον ίδ. | |lsmtext='''ἱππιοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πολεμά από [[άρμα]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[ιππέας]], [[αναβάτης]], [[καβαλάρης]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἱππ. κλόνοι</i>, ο [[θόρυβος]] της συμπλοκής ιππέων, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱππιο-χάρμης, ου, [[χάρμη]]<br /><b class="num">I.</b> one who fights from a [[chariot]], Hom.: [[later]], a [[horseman]], [[rider]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as adj., ἵππ. κλόνοι the [[tumult]] of the [[horse]]-[[fight]], Aesch. | |mdlsjtxt=ἱππιο-χάρμης, ου, [[χάρμη]]<br /><b class="num">I.</b> one who fights from a [[chariot]], Hom.: [[later]], a [[horseman]], [[rider]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as adj., ἵππ. κλόνοι the [[tumult]] of the [[horse]]-[[fight]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who fights from a chariot, 24.257, Od.11.259, Hes. Fr.7; later, horseman, rider, A.Pers.29 (anap.). II as adjective, ἱ. κλόνοι the tumult of the horse-fight, ib.105; cf. ἱπποχάρμης.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Wagenkämpfer, Il. 24, 257 Od. 11, 259. – Reiter, Aesch. Pers. 29; auch κλόνος, 106.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui combat du haut d’un char;
2 qui combat à cheval;
3 adj. ἱππιοχάρμαι κλόνοι ESCHL tumulte d’un combat de chevaux.
Étymologie: ἵππιος, χάρμη.
Russian (Dvoretsky)
ἱππιοχάρμης: ου adj. m
1) конный, кавалерийский: ἱππιοχάρμεις κλόνοι Aesch. шум (сумятица) конного сражения;
2) сражающийся с боевой колесницы, конеборец (Τρώϊλος Hom.).
ου ὁ наездник, всадник, конный боец Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππιοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχόμενος, Ἰλ. Ω. 257, Ὀδ. Λ. 259, Ἡσ. Ἀποσπ. 23, 26 Göttl.· βραδύτερον ἀναβάτης ἵππου, ἱππεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 29. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππ. κλόνοι, ὁ θόρυβος τῆς συμπλοκῆς ἱππέων, αὐτόθι 106. Πρβλ. ἱπποχάρμης.
English (Autenrieth)
(χάρμη): fighter from a chariot, Il. 24.257, Od. 11.259.
Greek Monolingual
ἱππιοχάρμης, ὁ (Α)
1. αυτός που μάχεται πάνω σε άρμα
2. αναβάτης ίππου, ιππέας
3. φρ. ως επίθ. «ἱππιοχάρμης κλόνος» — ο θόρυβος της συμπλοκής τών ιππέων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + -χάρμης (< χάρμη «χαρά, ενθουσιασμός» < χαίρω), πρβλ. θρασυχάρμης, χαλκοχάρμης].
Greek Monotonic
ἱππιοχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη)·
I. αυτός που πολεμά από άρμα, σε Όμηρ.· έπειτα, ιππέας, αναβάτης, καβαλάρης, σε Αισχύλ.
II. ως επίθ., ἱππ. κλόνοι, ο θόρυβος της συμπλοκής ιππέων, στον ίδ.
Middle Liddell
ἱππιο-χάρμης, ου, χάρμη
I. one who fights from a chariot, Hom.: later, a horseman, rider, Aesch.
II. as adj., ἵππ. κλόνοι the tumult of the horse-fight, Aesch.