ἵζημα: Difference between revisions
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />enfoncement.<br />'''Étymologie:''' [[ἵζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />enfoncement.<br />'''Étymologie:''' [[ἵζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἵζημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[опускание]], [[оседание]]: ἱζήματα λαμβάνειν Plut. (о земле) оседать, оползать;<br /><b class="num">2)</b> рит. низкий стиль, вульгарность. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα», Λογγίν.). | |mltxt=-ήματος, το (Α [[ἵζημα]]) [[ίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακάθι]], [[υποστάθμη]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα [[διάλυμα]] υπό την [[επίδραση]] κάποιου αντιδραστηρίου<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που σχηματίστηκε από την [[καθίζηση]] ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται [[μέσα]] στο [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθίζηση]], [[βύθιση]], [[υποχώρηση]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) [[βάθος]] («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα», Λογγίν.). | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, subsidence, sinking, ἰσθμὸς ἵ. λαμβάνει Str.1.3.17, cf. 2.3.6, Plu.2.434c (pl.): metaph., of language, ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα Longin.9.13.
German (Pape)
[Seite 1244] τό, das sich Setzen, die Senkung; διαστὰς ὁ ἰσθμὸς ἢ ἵζημα λαβών Strab. I, 58; vgl. Plut. def. orac. 44. – Von der Rede im Ggstz von ὕψος, Longin. 9, 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enfoncement.
Étymologie: ἵζω.
Russian (Dvoretsky)
ἵζημα: ατος τό
1) опускание, оседание: ἱζήματα λαμβάνειν Plut. (о земле) оседать, оползать;
2) рит. низкий стиль, вульгарность.
Greek (Liddell-Scott)
ἵζημα: τό, τὸ κατακάθισμα, βύθισις, ὑποχώρησις πρὸς τὰ κάτω, γῆ ἵζημα λαμβάνει Στράβ. 58, 102, Πλούτ. 2. 434Β. 2) ἐπὶ γλώσσης, βάθος, ἀντίθετον τῷ ὕψος, Λογγῖνος 9. 13.
Greek Monolingual
-ήματος, το (Α ἵζημα) ίζω
νεοελλ.
1. κατακάθι, υποστάθμη
2. χημ. το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα διάλυμα υπό την επίδραση κάποιου αντιδραστηρίου
3. γεωλ. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό
αρχ.
1. καθίζηση, βύθιση, υποχώρηση προς τα κάτω
2. (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) βάθος («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα», Λογγίν.).