ὀλόλυγμα: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[ὀλολυγή]].
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[ὀλολυγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλόλυγμα:''' ατος τό Eur., Anth. = [[ὀλολυγή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλόλυγμα:''' τό ([[ὀλολύζω]]), δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]], [[κυρίως]] από [[χαρά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀλόλυγμα:''' τό ([[ὀλολύζω]]), δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]], [[κυρίως]] από [[χαρά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλόλυγμα:''' ατος τό Eur., Anth. = [[ὀλολυγή]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀλόλυγμα]], ατος, τό, [[ὀλολύζω]]<br />a [[loud]] cry, [[mostly]] of joy, Eur.
|mdlsjtxt=[[ὀλόλυγμα]], ατος, τό, [[ὀλολύζω]]<br />a [[loud]] cry, [[mostly]] of joy, Eur.
}}
}}

Revision as of 21:34, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόλῡγμα Medium diacritics: ὀλόλυγμα Low diacritics: ολόλυγμα Capitals: ΟΛΟΛΥΓΜΑ
Transliteration A: olólygma Transliteration B: ololygma Transliteration C: ololygma Beta Code: o)lo/lugma

English (LSJ)

ατος, τό, loud cry, mostly of joy, E.Heracl.782 (lyr.); Κυβέλης in honour of C., AP6.173 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 325] τό, lautes Geschrei, im plur., Eur. Heracl. 782.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ὀλολυγή.

Russian (Dvoretsky)

ὀλόλυγμα: ατος τό Eur., Anth. = ὀλολυγή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόλυγμα: τό, ἰσχυρὰ κραυγή, τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. Ἡρακλ. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. ὀλολυγή.

Greek Monolingual

ὀλόλυγμα, τὸ (Α) ολολύζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς.

Greek Monotonic

ὀλόλυγμα: τό (ὀλολύζω), δυνατή φωνή, κραυγή, κυρίως από χαρά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀλόλυγμα, ατος, τό, ὀλολύζω
a loud cry, mostly of joy, Eur.