ὀχλαγωγία: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’attirer le peuple, charlatanisme.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχλαγωγός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’attirer le peuple, charlatanisme.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχλαγωγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχλᾰγωγία:''' ἡ досл. хитрое привлечение на свою сторону толпы, перен. обман, надувательство Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχλᾰγωγία:''' ἡ, [[συνάθροιση]] όχλου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὀχλᾰγωγία:''' ἡ, [[συνάθροιση]] όχλου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχλᾰγωγία:''' ἡ досл. хитрое привлечение на свою сторону толпы, перен. обман, надувательство Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀχλᾰγωγία, ἡ,<br />mob-[[oratory]], Plut. [from ὀχλᾰγωγός]
|mdlsjtxt=ὀχλᾰγωγία, ἡ,<br />mob-[[oratory]], Plut. [from ὀχλᾰγωγός]
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλᾰγωγία Medium diacritics: ὀχλαγωγία Low diacritics: οχλαγωγία Capitals: ΟΧΛΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: ochlagōgía Transliteration B: ochlagōgia Transliteration C: ochlagogia Beta Code: o)xlagwgi/a

English (LSJ)

ἡ, fooling of the mob, Plu.Pyrrh.29; conventus, convicium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, das Zusammenführen, Zusammenrotten des großen Haufens, Plut. Pyrrh. 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’attirer le peuple, charlatanisme.
Étymologie: ὀχλαγωγός.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλᾰγωγία: ἡ досл. хитрое привлечение на свою сторону толпы, перен. обман, надувательство Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλᾰγωγία: ἡ, συναγωγὴ λαοῦ ἢ ὄχλου, ἀταξία τοῦ λαοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 29.

Greek Monolingual

η (Α ὀχλαγωγία) οχλαγωγός
θορυβώδης συνάθροιση πλήθους
νεοελλ.
1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών
2. (κατ' επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα
αρχ.
θορυβώδης συζήτηση, συνέλευση.

Greek Monotonic

ὀχλᾰγωγία: ἡ, συνάθροιση όχλου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὀχλᾰγωγία, ἡ,
mob-oratory, Plut. [from ὀχλᾰγωγός]