ὠμόδροπος: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />cueilli encore vert, <i>càd</i> avant l'âge <i>en parl. de la virginité</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[δρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br />cueilli encore vert, <i>càd</i> avant l'âge <i>en parl. de la virginité</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[δρέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠμόδροπος:''' [[сорванный раньше времени]]: ὠμοδρόπων νομίμων [[προπάροιθεν]] Aesch. раньше установленного обычаями срывания цветка, т. е. до законного брака. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠμόδροπος:''' ον ([[δρέπω]]), αυτός που συλλέγεται [[πριν]] ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων [[προπάροιθεν]], λέγεται για εκείνον που δρέπει τα [[πρώτα]] νεαρά [[άνθη]] της [[παρθενίας]] [[πριν]] το γάμο, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὠμόδροπος:''' ον ([[δρέπω]]), αυτός που συλλέγεται [[πριν]] ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων [[προπάροιθεν]], λέγεται για εκείνον που δρέπει τα [[πρώτα]] νεαρά [[άνθη]] της [[παρθενίας]] [[πριν]] το γάμο, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὠμό-δροπος, ον, [[δρέπω]]<br />plucked [[unripe]], [[νόμιμα]] ὠμ., [[properly]], the [[right]] of plucking the [[fresh]] [[fruit]], Aesch. | |mdlsjtxt=ὠμό-δροπος, ον, [[δρέπω]]<br />plucked [[unripe]], [[νόμιμα]] ὠμ., [[properly]], the [[right]] of plucking the [[fresh]] [[fruit]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, plucked unripe, νόμιμα ὠμόδροπα, prop. the right of plucking the fresh fruit, metaph. for the rights of the marriage bed, the husband's rights, A.Th.333(lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cueilli encore vert, càd avant l'âge en parl. de la virginité.
Étymologie: ὠμός, δρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ὠμόδροπος: сорванный раньше времени: ὠμοδρόπων νομίμων προπάροιθεν Aesch. раньше установленного обычаями срывания цветка, т. е. до законного брака.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόδροπος: -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς ἄωρος, νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου ὅστις δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 333.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό-δροπος].
Greek Monotonic
ὠμόδροπος: ον (δρέπω), αυτός που συλλέγεται πριν ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, λέγεται για εκείνον που δρέπει τα πρώτα νεαρά άνθη της παρθενίας πριν το γάμο, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὠμό-δροπος, ον, δρέπω
plucked unripe, νόμιμα ὠμ., properly, the right of plucking the fresh fruit, Aesch.