ὑπολαΐς: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[ᾱ] ΐδος (ἡ),<br />pouillot, <i>oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid</i>, ARSTT. <i>HA</i> 6.7.5, THPHR. <i>CP</i> 2.17.9.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λᾶς]]. | |btext=[ᾱ] ΐδος (ἡ),<br />pouillot, <i>oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid</i>, ARSTT. <i>HA</i> 6.7.5, THPHR. <i>CP</i> 2.17.9.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λᾶς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπολᾱΐς:''' ΐδος ἡ каменка (птица Saxicola oenante) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑπολαΐς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και [[ὑπολωΐς]] και [[ὑποληΐς]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την [[κοινή]] γενική [[ονομασία]] [[στριτσίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπολαΐς]] [[ὄρνις]] τις τῶν σκωληκοφάγων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. [[λαιός]] (Ι) «[[πετροκότσυφας]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ἐπιλαΐς]]). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hypolais</i>]. | |mltxt=η / [[ὑπολαΐς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και [[ὑπολωΐς]] και [[ὑποληΐς]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την [[κοινή]] γενική [[ονομασία]] [[στριτσίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπολαΐς]] [[ὄρνις]] τις τῶν σκωληκοφάγων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. [[λαιός]] (Ι) «[[πετροκότσυφας]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ἐπιλαΐς]]). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hypolais</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ὑπολαΐς''': {hupolaḯs}<br />'''See also''': s. [[λᾶας]].<br />'''Page''' 2,972 | |ftr='''ὑπολαΐς''': {hupolaḯs}<br />'''See also''': s. [[λᾶας]].<br />'''Page''' 2,972 | ||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, an unknown small bird, Arist.HA564a2, cf. 592b22 (v.l. ἐπιλαΐς), Thphr.CP2.17.9, Antig.Mir.100 (cj.), Hsch.; also ὑποληΐς, Id.
German (Pape)
[Seite 1222] ΐδος, ἡ, die singende Grasmücke, auch ὑπολᾶϊς, ὑπολῆϊς geschrieben; Arist. H. A. 6, 7. 9, 29; Theophr.
French (Bailly abrégé)
[ᾱ] ΐδος (ἡ),
pouillot, oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid, ARSTT. HA 6.7.5, THPHR. CP 2.17.9.
Étymologie: ὑπό, λᾶς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολᾱΐς: ΐδος ἡ каменка (птица Saxicola oenante) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολᾱΐς: ΐδος, ἡ, μικρόν τι πτηνόν, πιθ., Saxicola oenanthe, κοινῶς «ποταμίδα», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 5 (κοινῶς φέρεται ἐπιλαΐς)· ὁ δὲ τύπος ὑπολωΐς, εἶναι διάφορ. γραφ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2., 17, 9. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπολαΐς· ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων».
Greek Monolingual
η / ὑπολαΐς, -ίδος, ΝΑ, και ὑπολωΐς και ὑποληΐς Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την κοινή γενική ονομασία στριτσίδα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπολαΐς ὄρνις τις τῶν σκωληκοφάγων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. λαιός (Ι) «πετροκότσυφας» (πρβλ. και ἐπιλαΐς). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, πρβλ. νεολατ. hypolais].
Frisk Etymology German
ὑπολαΐς: {hupolaḯs}
See also: s. λᾶας.
Page 2,972