επιδεξιότητα: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(13) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιδεξιότης]]) [[επιδέξιος]]<br />η [[ιδιότητα]] του επιδέξιου, [[ικανότητα]], [[ευφυΐα]] («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τέχνη]], [[μαστοριά]] (α. «τις επιδεξιότητες του κονταριού μαθαίνει» β. για [[ζωγραφιά]], «με τόση [[επιδεξιότητα]] τήν είχε καμωμένη», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοποθέτηση]], [[θέση]] [[προς]] τα [[δεξιά]]. | |mltxt=η (AM [[ἐπιδεξιότης]]) [[επιδέξιος]]<br />η [[ιδιότητα]] του επιδέξιου, [[ικανότητα]], [[ευφυΐα]] («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τέχνη]], [[μαστοριά]] (α. «τις επιδεξιότητες του κονταριού μαθαίνει» β. για [[ζωγραφιά]], «με τόση [[επιδεξιότητα]] τήν είχε καμωμένη», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τοποθέτηση]], [[θέση]] [[προς]] τα [[δεξιά]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====dexterity=== | |||
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: [[handigheid]]; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: [[dextérité]]; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: [[Fingerfertigkeit]], [[Geschicklichkeit]], [[Gewandtheit]]; Greek: [[επιδεξιότητα]], [[δεξιοσύνη]], [[επιτηδειότητα]], [[μαστοριά]]; Ancient Greek: [[ἀμφιδεξιότης]], [[δεινότης]], [[δεξιότης]], [[ἐπιδεξιότης]], [[εὐθιξία]], [[εὐμάρεια]], [[εὐχειρία]], [[εὐχειρίη]], [[εὐχέρεια]], [[πρᾶξις]], [[ταχυχειρία]]; Hebrew: זריזות, גמישות, מיומנות, קלות תנועה; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: [[destrezza]]; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: [[agilitas]], [[pernicitas]]; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیرهدستی, زبردستی, تردستی; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: [[destreza]]; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: [[ловкость]], [[сноровка]], [[проворность]], [[проворство]], [[подвижность]]; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: [[destreza]]; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము | |||
}} | }} |
Revision as of 09:33, 11 October 2022
Greek Monolingual
η (AM ἐπιδεξιότης) επιδέξιος
η ιδιότητα του επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.)
νεοελλ.
τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες του κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν είχε καμωμένη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
τοποθέτηση, θέση προς τα δεξιά.
Translations
dexterity
Bulgarian: сръчност, ловкост; Catalan: destresa; Chinese Mandarin: 機巧, 机巧, 靈巧, 灵巧; Czech: zručnost, šikovnost; Danish: fingerfærdighed; Dutch: handigheid; Finnish: näppäryys, taitavuus; French: dextérité; Georgian: მოხერხებულობა, სიმარჯვე, ოსტატურობა, გაწაფულობა, სიმკვირცხლე, შნო; German: Fingerfertigkeit, Geschicklichkeit, Gewandtheit; Greek: επιδεξιότητα, δεξιοσύνη, επιτηδειότητα, μαστοριά; Ancient Greek: ἀμφιδεξιότης, δεινότης, δεξιότης, ἐπιδεξιότης, εὐθιξία, εὐμάρεια, εὐχειρία, εὐχειρίη, εὐχέρεια, πρᾶξις, ταχυχειρία; Hebrew: זריזות, גמישות, מיומנות, קלות תנועה; Hungarian: kézügyesség, ügyesség, fürgeség; Indonesian: ketangkasan; Italian: destrezza; Japanese: 器用さ, 素早さ; Latin: agilitas, pernicitas; Lithuanian: miklumas; Macedonian: спретност, умешност; Old English: handcræft; Persian: چیرهدستی, زبردستی, تردستی; Polish: zręczność, zwinność; Portuguese: destreza; Romanian: dexteritate, îndemânare, iscusință, dibăcie, abilitate; Russian: ловкость, сноровка, проворность, проворство, подвижность; Slovak: zručnosť, obratnosť; Spanish: destreza; Swedish: skicklighet, fingerfärdighet, händighet; Telugu: నైపుణ్యము