ἐπισκώπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισκώπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κοροϊδεύω]], [[περιγελώ]]<br /><b>2.</b> [[παίζω]], [[κάνω]] αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῑς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκώπτω]] «[[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]]»].
|mltxt=[[ἐπισκώπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κοροϊδεύω]], [[περιγελώ]]<br /><b>2.</b> [[παίζω]], [[κάνω]] αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῖς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σκώπτω]] «[[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:20, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκώπτω Medium diacritics: ἐπισκώπτω Low diacritics: επισκώπτω Capitals: ΕΠΙΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: episkṓptō Transliteration B: episkōptō Transliteration C: episkopto Beta Code: e)piskw/ptw

English (LSJ)

A laugh at, make fun of, τινά X.Mem.4.4.6; τι ib.3.11.16; τινὰ ὡς... ὅτι . ., Pl.Euthphr.11c, X.Smp.1.5; εἴς τι Plu.Lyc.30; cast in one's teeth, τινὶ τὴν δεισιδαιμονίαν J.Ap.1.22:—Pass., πρός τινων Gal.6.307. 2. abs., jest, make fun, Ar.Ra.375; ἔφη ἐπισκώπτων X.Mem.1.3.7.

German (Pape)

[Seite 980] dabei scherzen, spotten, verbunden mit παίζω u. χλευάζω, Ar. Ran. 375; ἔφη ἐπισκώπτων, indem er scherzend hinzufügte, Xen. Mem. 1, 3, 7; verspotten, necken, τινά, Plat. Euthyph. 11 c; Xen. Mem. 4, 4, 6 u. Sp., wie Plut. Them. 5; τί, sich über Etwas lustig machen, Xen. Mem. 3, 11, 16, wie Luc. conscr. hist. 32; εἴς τι, auf Etwas, Plut. Lyc. 30.

French (Bailly abrégé)

se moquer, railler : τινα se moquer de qqn ; τι, εἴς τι de qch.
Étymologie: ἐπί, σκώπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκώπτω:
1) высмеивать, осмеивать, вышучивать (τινά Xen., Plat., Plut., τι Xen. и τινὰ εἴς τι Plut.);
2) шутить, балагурить (ἐγκρούειν καὶ ἐ. καὶ παίζειν καὶ χλευάζειν Arph.): ἔφη ἐπισκώπτων Xen. (Сократ) в шутку сказал.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκώπτω: σκώπτω ἐπί τινι, ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, τινὰ Πλάτ. Εὐθύφρων 11C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 6· τι αὐτόθι 3. 11, 16, Συμπ. 1, 5, καὶ συχν. ὡς διάφ. γραφ. ἐπικόπτω· εἴς τι Πλουτ. Λυκόφρ. 30. 2) ἀπολ., παιδιᾷ χρῶμαι, παίζω, ἀστεΐζομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 375· ἔφη ἐπισκώπτων Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7.

Greek Monolingual

ἐπισκώπτω (Α)
1. κοροϊδεύω, περιγελώ
2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῖς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»].

Greek Monotonic

ἐπισκώπτω: μέλ. -ψω, περιγελώ, ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω, εμπαίζω, περιπαίζω, τινά, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., αστειεύομαι, «παίρνω στο ψιλό», κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.· ἐπισκώπτων, αστειευόμενος, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψω
to laugh at, quiz, make game of, τινά Plat., Xen.:—absol. to joke, make fun, Ar.; ἐπισκώπτων jestingly, Xen.