κτήμα: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χτήμα]], το (AM [[κτῆμα]]) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει [[κάποιος]], αυτό που ανήκει στην [[κυριότητα]] κάποιου (α. «αυτό το [[βιβλίο]] δεν [[είναι]] [[κτήμα]] σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ [[ἀέκητι]] δόμων ἐκ [[κτῆμα]] φέρηται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ιδιόκτητη αγροτική [[έκταση]], [[αγρόκτημα]] (α. «έχω [[τρία]] σκυλιά στο [[κτήμα]]» β. «πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κτήματα</i><br />τα ζώα, [[ιδίως]] τα υποζύγια («βοῦς και [[τάλλα]] κτήματα [[είναι]] [[πάντα]] του βελτίονός τε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κτῆμα]] ἐς ἀεί» — αναφαίρετο [[απόκτημα]], αιώνιο [[κτήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ακίνητη [[ιδιοκτησία]] που έχει [[αυτοτέλεια]], όπως [[αγρός]], [[οικόπεδο]] ή [[οικοδομή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> [[περιουσία]], [[πλούτος]] («[[ἔρως]] ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κωμόπολη]], [[χωριό]] («ἔλαβεν ἐκ τοῦ κτήματος [[ὅπου]] ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>3.</b> τα υλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[απόκτημα]]<br /><b>2.</b> πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῑται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[αγρός]]) η ακίνητη [[περιουσία]] («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῖς καὶ κτήμασι», Ισαί.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κτήματα και χρήματα» — [[περιουσία]] σε υποστατικά και χρήματα, <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=και [[χτήμα]], το (AM [[κτῆμα]]) [[κτώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει [[κάποιος]], αυτό που ανήκει στην [[κυριότητα]] κάποιου (α. «αυτό το [[βιβλίο]] δεν [[είναι]] [[κτήμα]] σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ [[ἀέκητι]] δόμων ἐκ [[κτῆμα]] φέρηται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ιδιόκτητη αγροτική [[έκταση]], [[αγρόκτημα]] (α. «έχω [[τρία]] σκυλιά στο [[κτήμα]]» β. «πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κτήματα</i><br />τα ζώα, [[ιδίως]] τα υποζύγια («βοῦς και [[τάλλα]] κτήματα [[είναι]] [[πάντα]] του βελτίονός τε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κτῆμα]] ἐς ἀεί» — αναφαίρετο [[απόκτημα]], αιώνιο [[κτήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ακίνητη [[ιδιοκτησία]] που έχει [[αυτοτέλεια]], όπως [[αγρός]], [[οικόπεδο]] ή [[οικοδομή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> [[περιουσία]], [[πλούτος]] («[[ἔρως]] ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κωμόπολη]], [[χωριό]] («ἔλαβεν ἐκ τοῦ κτήματος [[ὅπου]] ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>3.</b> τα υλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[απόκτημα]]<br /><b>2.</b> πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῖται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[αγρός]]) η ακίνητη [[περιουσία]] («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῖς καὶ κτήμασι», Ισαί.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κτήματα και χρήματα» — [[περιουσία]] σε υποστατικά και χρήματα, <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

και χτήμα, το (AM κτῆμα) κτώμαι
1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι κτήμα σου για να το κάνεις ό,τι θέλεις» β. «μὴ νύ τι σεῡ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται», Ομ. Οδ.)
2. ιδιόκτητη αγροτική έκταση, αγρόκτημα (α. «έχω τρία σκυλιά στο κτήμα» β. «πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα και κτήματα κατασκευάζειν», Ισοκρ.)
3. στον πληθ. τα κτήματα
τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια («βοῦς και τάλλα κτήματα είναι πάντα του βελτίονός τε», Πλάτ.)
4. φρ. «κτῆμα ἐς ἀεί» — αναφαίρετο απόκτημα, αιώνιο κτήμα
νεοελλ.
1. κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που έχει αυτοτέλεια, όπως αγρός, οικόπεδο ή οικοδομή
2. στον πληθ. αγροί, χωράφια, λιβάδια, ελαιώνες, αμπελώνες
μσν.-αρχ.
1. συν. στον πληθ. περιουσία, πλούτοςἔρως ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις», Σοφ.)
2. κωμόπολη, χωριό («ἔλαβεν ἐκ τοῦ κτήματος ὅπου ἀνετράφη ἀγροίκους γενναίους», Μαλάλ. Ι.)
3. τα υλικά
αρχ.
συν. στον πληθ.
1. κάθε απόκτημα
2. πολύτιμα αποταμιευμένα πράγματα, κειμήλια, θησαυροί («ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῖται», Ομ. Ιλ.)
3. (σε αντιδιαστολή προς το αγρός) η ακίνητη περιουσία («ἐπὶ τοσούτοις ἀγροῖς καὶ κτήμασι», Ισαί.)
4. φρ. «κτήματα και χρήματα» — περιουσία σε υποστατικά και χρήματα, Πλάτ.).