νᾶμα: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[spring]], [[flood of tears]], [[flow of tears]], [[shower of tears]], [[stream of tears]]
|woodrun=[[spring]], [[flood of tears]], [[flow of tears]], [[shower of tears]], [[stream of tears]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=καθετί πού τρέχει, [[πηγή]], ρυάκι). Ἀπό τό [[νάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾶμα Medium diacritics: νᾶμα Low diacritics: νάμα Capitals: ΝΑΜΑ
Transliteration A: nâma Transliteration B: nama Transliteration C: nama Beta Code: na=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (νάω) A anything flowing, running water, stream, spring, ν. Μναμοσύνας cj. in Simon.45, cf. A.Pr.806, S.Ant.1130 (lyr.); Κασταλίδος νάματα Pae.Delph.1.6; δακρύων θερμὰ ν. S.Tr.919; νάματ' ὄσσων E.HF625; ν. πυρός Id.Med.1187; ν. Βάκχιον Ar.Ec.14; μὰ νάματα Antiph.296 ( = Timocl.38); ν. θυγατέρων ταύρων, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; φλέγματος, χολῆς ν., Philostr.Gym.42: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Criti.111d: metaph., λόγων ν. Ti.75e. 2 wooden conduit, Hsch. II νάματα· προβολαί, Id.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
propr. ce qui coule :
1 courant d'eau, source, ruisseau;
2 épanchement de larmes.
Étymologie: νάω.

Russian (Dvoretsky)

νᾶμα: ατος (νᾱ) τό
1) источник, ключ (Κασταλίας Soph.; Δίρκης Eur.): ν. ποτάμιον Eur. ручей, река;
2) перен. струя, поток (λόγων Plat.; δακρύων Soph.; πυρός Eur.);
3) влага, вода (κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

νᾶμα: τό, (νάω) πᾶν τὸ ῥέον, ὕδωρ, ποταμός, ῥύαξ, πηγή, Αἰσχύλ. Πρ. 805, Σοφ. Ἀντ. 1130· ν. δακρύων ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 919· νάματ’ ὄσσων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 625· ν. πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1187· ν. Βάκχιον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 14· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ μεταφορ., λόγων ν. Τίμ. 75Ε. - Ἐκκλ., ὁ οἶνος ᾧ χρῶνται οἱ ἱερουργοῦντες ἐν τῇ θεία μεταλήψει, Ψευδο-Χρυσ. XII, 778C, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 134, 25.

Greek Monolingual

και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν)
νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ.
β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.)
2. (κατ' επέκτ.) πηγή, βρύση
3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή χύνεται, ρεύμα, υγρό (α. «νᾱμα παμφάγου πυρός», Ευρ.
β. «θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας», Μηναί
γ. «τα νάματα της παιδείας»)
(νεοελλ.-μσν.) το κόκκινο και γλυκό κρασί που προορίζεται για τη θεία μετάληψη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «ξύλινος ὀχετός»
β) «νάματα
προβολαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω». Ο τ. νᾶμα (που εμφανίζει ᾱ μακρό) ανάγεται πιθ. σε ναFεμα, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. < νάμα ή νάημα, κατ' αναλογίαν προς τα νάτωρ και νᾶρος].

Greek Monotonic

νᾶμα: -ατος, τό (νάω), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο νερό, ποταμός, ρεύμα νερού, ρυάκι, σε Τραγ., Πλάτ.

Middle Liddell

νᾶμα, ατος, τό, [νάω]
anything flowing, running water, a river, stream, Trag., Plat.

English (Woodhouse)

spring, flood of tears, flow of tears, shower of tears, stream of tears

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καθετί πού τρέχει, πηγή, ρυάκι). Ἀπό τό νάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.