ἐπιτύμβιος: Difference between revisions
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπιτύμβιος]], ον = [[ἐπιτυμβίδιος]], Aesch., Soph.] | |mdlsjtxt=[[ἐπιτύμβιος]], ον = [[ἐπιτυμβίδιος]], Aesch., Soph.] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἐπιτάφιος]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐπί]] + [[τύμβος]] (=[[τάφος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 14 October 2022
English (LSJ)
ον (also α, ον Plu.(v.infr.)) = ἐπιτυμβίδιος I, sepulchral, funerary, at a tomb, over a tomb, αἶνος, θρῆνος, A.Ag.1547(lyr.), Ch.335(lyr.);
A εὖχος APl.5.368; χοαί S.Ant.901; σῆμα Epigr.Gr.339.1 (Cyzicus); κρηπίς AP7.657.11 (Leon.), cf.Hld.4.8; Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία = Aphrodite Epitymbia, Aphrodite of tombs, Lat. Venus Libitina, Plu.2.269b; θεοὶ ἐ. Tab.Defix.99.9.
II of an old woman 'with one foot in the grave', Alciphr.3.62.
German (Pape)
[Seite 998] auf dem Grabe, zum Grabe gehörig, αἶνος, θρῆνος, Grabgesang, Aesch. Ag. 1527 Ch. 331; χοαί, Grabspenden, Soph. Ant. 892; κρηπίς, λέκτρα, Leon. Tar. 98 Paul. Sil. 83 (VII, 657. 604); a. Sp.; – Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, die röm. Venus Libitina, Plut. qu. Rom. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est ou se fait sur un tombeau : Ἀφροδίτη Ἐπιτυμβία (au lieu de -ιος) PLUT = lat. Venus Libitina, à Rome ; τὰ ἐπιτύμβια offrandes faites sur un tombeau.
Étymologie: ἐπί, τύμβος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτύμβιος: и 3
1) надгробный (θρῆνος Aesch.; χοαί Soph.);
2) погребальный (λέκτρα Anth.): Ἀφροδίτη Ἐπιτυμβία Plut. (римск. Venus Libitina, богиня погребальных обрядов, отождествлявшаяся иногда с Афродитой-Венерой).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτύμβιος: -ον, = τῷ προηγ., αἶνος, θρῆνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1547, Χο. 335· χοαὶ Σοφ. Ἀντ. 901· σῆμα Συλλ. Ἐπιγρ. 3685· πρβλ. ἐπιτίμιον: - Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, ἡ παρὰ Ρωμαίοις Venus Libitina, Πλούτ. 2. 269Β· οὕτως, θεοὶ ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1034.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιτύμβιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, στον τάφο, αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στον τάφο (α. «και τ’ς επιτύμβιες πέτρες δροσίζει», Σολωμ.
β. «ἐπιτύμβιος λόγος», Ευστ.
γ. «κἀπιτυμβίους χοάς ἔδωκα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιτύμβιο
επίγραμμα που χαράζεται πάνω στο μνήμα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτύμβιον
κωνικό κάλυμμα του κεφαλιού, κουκούλα
αρχ.
πολύ γερασμένη γυναίκα που βρίσκεται στο χείλος του τάφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύμβος.
Greek Monotonic
ἐπιτύμβιος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
ἐπιτύμβιος, ον = ἐπιτυμβίδιος, Aesch., Soph.]