ἀφραδής: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[φράζομαι]<br />[[insensate]], [[reckless]], Od.; of the [[dead]], [[senseless]], [[lifeless]], Od. adv. [[ἀφραδέως]], [[senselessly]], [[recklessly]], Il.
|mdlsjtxt=[φράζομαι]<br />[[insensate]], [[reckless]], Od.; of the [[dead]], [[senseless]], [[lifeless]], Od. adv. [[ἀφραδέως]], [[senselessly]], [[recklessly]], Il.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀνόητος]], [[ἀσύνετος]]). Σύνθετο ἀπό τό α στερ. + φράζομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[φράζω]].
}}
}}

Revision as of 15:30, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδής Medium diacritics: ἀφραδής Low diacritics: αφραδής Capitals: ΑΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: aphradḗs Transliteration B: aphradēs Transliteration C: afradis Beta Code: a)fradh/s

English (LSJ)

ἀφραδές, (φράζομαι) insensate, reckless, μνηστῆρες ib.2.282, cf. Nonn.D.5.349; of the dead, without sense, senseless, Od.11.476. Adv. ἀφραδέως = senselessly, recklessly, Il.3.436, etc.

Spanish (DGE)

(ἀφρᾰδής) -ές
I 1falto de razón, insensato μνηστῆρες Od.2.282, ἄνδρες Nonn.Par.Eu.Io.7.44, ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.8.21, στόματα Nonn.Par.Eu.Io.19.1, θῆρες Nonn.D.5.349, δελφῖνες Nonn.D.44.247.
2 de un muerto exánime, insensible νεκροί Od.11.476.
II adv. ἀφραδέως = irreflexivamente, insensatamente μάχεσθαι Il.3.436, cf. 12.62, 23.320, 426, Nic.Al.158, 502.

German (Pape)

[Seite 414] ές, unüberlegt, unbesonnen, Od. 2, 282; νεκροί, besinnungslos, 11, 476. – Adv. ἀφραδέως, unüberlegter, thörichter Weise, Il. 3, 436 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 privé de sentiment;
2 insensé.
Étymologie: , φράζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρᾰδής:
1) бесчувственный (νεκροί Hom.);
2) безрассудный, безумный (μνηστῆρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) ἀνόητος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος, μνηστῆρες Ὀδ. Β. 282· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, ἀναίσθητος, Λ. 476. ― Ἐπίρρ. ἀφραδέως, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, Ἰλ. Γ. 436, κτλ.

English (Autenrieth)

ές (φράζομαι): inconsiderate, foolish, senseless, Od. 2.282, Od. 11.476.— Adv., ἀφραδέως.

Greek Monolingual

ἀφραδής, -ές (Α) φράζω
1. ανόητος, αστόχαστος
2. (για τους νεκρούς) αυτός που δεν αισθάνεται τίποτε, ο αναίσθητος.

Greek Monotonic

ἀφρᾰδής: -ές (φράζομαι), αναίσθητος, απερίσκεπτος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τους νεκρούς, αναίσθητος, άψυχος, στο ίδ.· επίρρ. ἀφραδέως, ανόητα, απερίσκεπτα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[φράζομαι]
insensate, reckless, Od.; of the dead, senseless, lifeless, Od. adv. ἀφραδέως, senselessly, recklessly, Il.

Mantoulidis Etymological

(=ἀνόητος, ἀσύνετος). Σύνθετο ἀπό τό α στερ. + φράζομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φράζω.