ἀδαής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού δέ γνωρίζει). Ἀπό τό α στερητ. + [[δαῆναι]], ἀπό παλιά ρίζα [[δάω]] (=μαθαίνω).
|mantxt=(=αὐτός πού δέ γνωρίζει). Ἀπό τό α στερητ. + [[δαῆναι]], ἀπό παλιά ρίζα [[δάω]] (=μαθαίνω).
}}
{{pape
|ptext=([[δαῆναι]]), <i>[[unkundig]]</i>, τινός, Soph. <i>Phil</i>. 816; Her. 2.49 und [[öfter]]; Xen. <i>Cyr</i>. 1.43; Sp.
}}
}}

Revision as of 16:33, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδᾰής Medium diacritics: ἀδαής Low diacritics: αδαής Capitals: ΑΔΑΗΣ
Transliteration A: adaḗs Transliteration B: adaēs Transliteration C: adais Beta Code: a)dah/s

English (LSJ)

ές, (δάω, δαῆναι) = ἀδαήμων (unknowing, ignorant), c. gen. pers., Hdt.9.46: c.gen.rei, τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, Id.2.49, 5.90, cf. X.Cyr.1.6.43; A βουνομίας -έστερος Pi.Pae.4 27; ὕπν' ὀδύνας ἀ. S.Ph.827 (lyr.): c. inf., unknowing how to... ἀ. δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος (sc. κήρ) ib. 1167 (lyr.); οὐκ ἀ. APl.4.84: abs., ἀ. κόρη, of a virgin, Paus.Dam.p 160 D. II dark, Parm.8.59.

Spanish (DGE)

(ἀδᾰής) -ές
I 1que no conoce c. gen. τούτων τῶν ἀνδρῶν Hdt.9.46
gener. c. gen. de cosa ignorante, desconocedor τῶν πρότερον Hdt.5.90, βουνομίας Pi.Fr.52d.27, ὀδύνας S.Ph.827, cf. B.Fr.60.18, Call.Fr.514, οὐκ ἀ. experto, hábil de un escultor IG 13.1018 (V a.C.)
c. inf. κὴρ ... ἀδαὴς δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος S.Ph.1167
c. or. de relat. τίς οὕτως ἐστὶν ἀδαὴς ὃς οὐκ οἶδεν; ¿quién es tan ignorante que no lo sepa? Plb.5.33.4, cf. 12.25.9, οὐδ' ἀδαὴς γεγένησαι no estás ignorante X.Cyr.1.6.43.
2 inocente de Adán Orac.Sib.1.43
de una joven virgen ἀ. κόρη Paus.Dam.10.9, Io.Mal.Chron.2, p.37
de un potro no domado Clem.Al.Paed.3.12.101.
II que no se puede conocer, oscuro, impenetrable νύκτ' ἀδαῆ Parm.B 8.59.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἀδαήμων.

Russian (Dvoretsky)

ἀδᾰής: незнающий, несведущий Xen.: ἀ. τινος Her., Soph. незнакомый с кем(чем)-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδαής: -ές, (* δάω, δαῆναι) = τῷ προηγ., μ. γεν. προσώπου, Ἡροδ. 9. 46· μ. γεν. πράγμ. τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, ὁ αὐτ. 2. 49., 5, 90· ὕπν’ ὀδύνας ἀδαής. Σοφ. Φ. 327 (λυρ.)· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ. ὁ μὴ γινώσκων πῶς ἀ... ἀδαης δ᾿ ἔχειν μυρίον ἄχθος (ἐνν. κήρ), αὐτόθ. 167 (λυρ.)· ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· οὐκ ἀδ., Ἀνθ. Ι λαν. 84 - Ἐπίρρ. ἀδαηστί, «χωρὶς μαθήσεως, ἢ μερισμοῦ χωρίς», Ζωναρ. καὶ «ἀδαϊστί, ἀπείρως», Σουΐδ. ΙΙ. σκοτεινός, Παρμεν. 122.

English (Slater)

ᾰδᾰής ignorant c. gen. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (Pae. 4.27)

Greek Monotonic

ἀδαής: -ές (*δάω) = το προηγ.· με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., στον ίδ.· με απαρ., αυτός που δεν γνωρίζει πώς να κάνει κάτι, σε Σοφ.· απόλ., σε Ξεν.

Frisk Etymological English

-ές See also: δαῆναι

Middle Liddell

[*δάω]
= ἀδαήμων, c. gen. pers., Hdt.; c.gen. rei, Hdt.; c. inf. unknowing how to do, Soph.: absol., Xen.

Frisk Etymology German

ἀδαής: -ές
{adaḗs}
Meaning: unerfahren, unkundig (Hdt., Pi. usw.).
Etymology: Negatives Verbaladjektiv zu δαῆναι, s. d. (falls nicht zu einem verschollenen *δάος Kunde; vgl. δήνεα). Seit Homer auch die erweiterte Form ἀδαήμων im Anschluß an δαήμων.
Page 1,18

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέ γνωρίζει). Ἀπό τό α στερητ. + δαῆναι, ἀπό παλιά ρίζα δάω (=μαθαίνω).

German (Pape)

(δαῆναι), unkundig, τινός, Soph. Phil. 816; Her. 2.49 und öfter; Xen. Cyr. 1.43; Sp.