συνήκω: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.
|elnltext=συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[come]] [[together]], to be [[assembled]], to [[meet]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> ς. εἰς ἕν to [[meet]] in a [[point]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[come]] [[together]], to be [[assembled]], to [[meet]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> ς. εἰς ἕν to [[meet]] in a [[point]], Xen.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit, [[zugleich]], [[zusammen]] [[kommen]]</i>; Thuc. 5.87; εἰς ἕν, Xen. <i>Vect</i>. 4.44; <i>sich [[zusammenziehen]]</i>, εἰς στενόν, ins Enge, Arist. <i>inc. an</i>. 10.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκω Medium diacritics: συνήκω Low diacritics: συνήκω Capitals: ΣΥΝΗΚΩ
Transliteration A: synḗkō Transliteration B: synēkō Transliteration C: syniko Beta Code: sunh/kw

English (LSJ)

A to have come together, be assembled, meet, Th.5.87. II σ. εἰς ἕν, of walls, meet in a point, X.Vect.4.44; σ. εἰς στενόν to narrow down, Arist.IA710b2; so εἰς ὀξύ Id.HA495b10, Thphr.HP 3.11.1.

French (Bailly abrégé)

être venu ensemble ; être réuni, se réunir.
Étymologie: σύν, ἥκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.

Russian (Dvoretsky)

συνήκω: сойтись, встретиться Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α
1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»].

Greek Monotonic

συνήκω: μέλ. -ξω,
I. έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με συντροφιά, με συνοδεία, έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.
II. συνήκω εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό σημείο, συνάπτομαι, συμπίπτω, καταλήγω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνήκω: ἔχω ἔλθῃ ὁμοῦ, εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ ὄπισθεν κοῦφα καὶ συνήκοντα πάλιν εἰς στενόν, γενόμενα πάλιν στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to have come together, to be assembled, to meet, Thuc.
II. ς. εἰς ἕν to meet in a point, Xen.

German (Pape)

mit, zugleich, zusammen kommen; Thuc. 5.87; εἰς ἕν, Xen. Vect. 4.44; sich zusammenziehen, εἰς στενόν, ins Enge, Arist. inc. an. 10.